Μια οφειλόμενη απάντηση προς τους μη-παριστάνουν-πως-δεν-ξέρουν-ποιοι
Εγώ και ή γιαγιά μουΈνα μεγάλο μέρος από κείμενο του Σπύρου Λαζάρου σε μετάφραση του Αρχ. Αθηναγόρα Δικαιάκου, για τον τόμο 2000 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ "Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;" των εκδόσεων Ακρίτα.
Ή γιαγιά μου ήταν ο μόνος λόγος για να πηγαίνω στην εκκλησία. Αύτη ήταν η αιτία για οποίο σπόρο πίστης φυτεύθηκε στην καρδιά μου στη διάρκεια των νεανικών μου χρόνων. Μείναμε κοντά στην εκκλησία επειδή ή γιαγιά μου -η μητέρα του πατέρα μου- επέμενε να πηγαίνουμε στην εκκλησία. Έτσι πηγαίναμε κάθε Κυριακή.
Μόνο όμως πολύ πρόσφατα αντιλήφθηκα τη σημασία πού είχε στη ζωή μου η παρουσία της. Ως έφηβος συνήθιζα να την υποτιμώ. Ενώ δεν έμαθε ποτέ αγγλικά, μπορούσε να παρακολουθεί τις σαπουνόπερες στην τηλεόραση. Πίστευε πώς ό,τι έβλεπε σ'αυτές ήταν αληθινό. Δεν κατάφερε ποτέ να εξηγήσει πώς κάποιος πού τον πυροβολούσαν και πέθαινε τόσο ρεαλιστικά σε μια απ' αυτές, παρουσιαζόταν ολοζώντανος σε κάποια από τις άλλες. Η Αμερική ήταν μια μαγική χώρα!
Όμως όλη η μαγεία της αμερικάνικης τεχνολογίας και ή υποτίμηση πού υφίστατο από όλους μας δεν μπόρεσαν να μειώσουν στο ελάχιστο την πίστη και το ήθος της γιαγιάς μου. Διατηρώ στη μνήμη μου τη μορφή της να προβάλλει μέσα από το ίδιο μαύρο φόρεμα -μπορεί να 'χε και δύο-με τη μαντήλα στο κεφάλι... Σε ένα σπίτι πού ύπερπλεύναζε η αφθονία και ο καταναλωτισμός, αυτή έτρωγε ό,τι ήταν απαραίτητο, ενώ τηρούσε σχολαστικά τις νηστείες. Ήταν αδύνατη σαν οδοντογλυφίδα.
Υπέγραφε πάντα με ένα σταυρό. Όταν απέκτησε την αμερικάνικη υπηκοότητα αρνήθηκε να ορκισθεί, επειδή το θεωρούσε αμαρτία, παρ' όλη την οργή του πατέρα μου. Προφανώς ο δικαστής καλόβολα υποχώρησε στις ιδιορρυθμίες της. Μου έμαθε το «Πάτερ ημών», προσευχή πού πάντα την έλεγα κάθε βράδυ ακόμη και στην αθεϊστική φάση της ζωής μου.
Ομολογώ όμως πώς στη διάρκεια της εφηβείας μου, δεν κατάφερα να συνειδητοποιήσω τίποτα ουσιαστικό για την πίστη, εκτός από τα ψήγματα πού πήρα από τη γιαγιά. Ή Εκκλησία για μένα ήταν μια ανθρώπινη επινόηση πού σαν σκοπό της είχε να εκμεταλλεύεται τους ανθρώπους.
Ό φίλος μου κι εγώ
Ό καλύτερός μου φίλος ήταν Ελληνοαμερικανός και μεγαλώσαμε μαζί. Στη διάρκεια των γυμνασιακών και πανεπιστημιακών σπουδών μας ακολούθησε ο καθένας τον δρυμό του. Όμως ξανασυναντηθήκαμε μετά από χρόνια σε κάποιο πάρτυ, για να ανακαλύψουμε πώς οι περιπλανήσεις μας στις ποικίλες προτεσταντικές ομολογίες μας οδήγησαν τελικά και τους δύο στο καλβινικό μονοπάτι. Τη συνάντηση αυτή και την κατά το χρονικό εκείνο διάστημα παραμονή μας στην ίδια πόλη, τη θεωρήσαμε δώρο της θείας Πρόνοιας και αρχίσαμε να πηγαίνουμε μαζί στην ίδια Πρεσβυτεριανή Εκκλησία.
Είχαμε τις ίδιες αρνητικές εμπειρίες από την Ελληνορθόδοξη ενορία μας, στην οποία μεγαλώσαμε μαζί. Οι πατεράδες μας μας παράταγαν στον ναό και έφευγαν για να κάνουν πιο αντρίκια πράγματα: να περιγελάσουν την εκκλησία στη διάρκεια του πρωινού γεύματος, να διαβάσουν την εφημερίδα, να κουβεντιάσουν πολιτικά ή οικονομικά η αλλά θέματα πού ενδιαφέρουν τις αποκλειστικά αντρικές παρέες. Προφανώς ή εκκλησία ήταν για τις γυναίκες και τα παιδιά. Φυσικά σύντομα αντιληφθήκαμε ότι ήταν κάτι πιο εξειδικευμένο. Μια και δεν πατούσαμε το πόδι μας ποτέ στην εκκλησία όταν ερχόμαστε στην Ελλάδα, τελικά πιστέψαμε πώς ή εκκλησία ήταν μόνο για τις ξενητεμένες γυναίκες και τα παιδιά, πού ζουν πέρα από τον Ατλαντικό.
Κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών μας σπουδών είχαμε διάφορες επαφές με μάλλον σοβαρούς Προτεστάντες πού άγγιξαν μέσα μας κάποια πνευματική χορδή. Φυσικά και αναζητούσαμε απαντήσεις στα ερωτηματικά μας από τον χώρο της δικιάς μας Εκκλησίας, από τους δικούς μας ιερείς, μα όλες οι προσπάθειες μας απέβαιναν άκαρπες. Δεν φαίνονταν πώς μπορούσαν να αντιληφθούν ότι το υπόβαθρο της σκέψης μας δεν ήταν πια ελληνικό, αλλά αμερικάνικο, δηλαδή προτεσταντικό, και πώς είχαμε υιοθετήσει τα αδιέξοδα προτεσταντικά διλήμματα σαν να 'ταν δικά μας. θεωρούσαμε τη στάση τους αυτή σαν μαρτυρία για την αποτυχία τους ως διδασκάλων και ποιμένων. Δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν ν' απαντήσουν στις ερωτήσεις μας.
Εξ άλλου οι κληρικοί μας ήρθαν στην Αμερική για τους ίδιους λόγους πού ήρθαν και οι γονείς μας• όχι για να διαδώσουν το μήνυμα του Ευαγγελίου, αλλά για να κάνουν «καλά λεφτά», να δώσουν στους εαυτούς τους και τα παιδιά τους ένα «καλύτερο» -υλιστικό πάντως-μέλλον. Έτσι λοιπόν κάποιος πού ήταν συνδεδεμένος ρομαντικά με μια θολή ελληνικότητα ή με την Ορθοδοξία, θα 'πρεπε ή να παραμείνει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, μελετώντας προτεσταντικά βιβλία (τα περισσότερα γραμμένα από «ορθόδοξους» συγγραφείς), ακούγοντας προτεσταντικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, παρακολουθώντας προτεσταντικούς «κύκλους Αγίας Γραφής», ή να εγκαταλείψει την Εκκλησία, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του. Ο Βασίλης και γω τολμήσαμε το δεύτερο.
Όταν εγώ επέστρεψα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, μολονότι διατηρούσα την καλβινιστική νοοτροπία, ο Βασίλης εξέφρασε υπερβολικές επιφυλάξεις. Ο ίδιος είχε ήδη παντρευθεϊ στην Πρεσβυτεριανή Εκκλησία. Την ίδια εποχή προσβλήθηκε από έναν αθεράπευτο καρκίνο του εγκεφάλου. Ή ζωή του σ' αυτή τη γη πλησίαζε με ταχύ και τραγικό τρόπο στο τέλος της. Ή κατάσταση του δεν του επέτρεψε να μείνει ανοικτός και να επωφεληθεί από την αλλαγή μου αύτη. Παρέμεινε στην «απόλυτη» βεβαιότητα της σωτηρίας πού ή εξεζητημένη διδασκαλία του Καλβίνου περί προορισμού προσέφερε.
Μια μέρα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο σε ημικωματώδη κατάσταση και τότε εγώ εκμεταλλεύθηκα την περίσταση και, μέσα στην ανοησία μου, ζήτησα από κάποιον ορθόδοξο ιερέα να έλθει στο θάλαμο των επειγόντων περιστατικών και να τελέσει το μυστήριο του ευχελαίου. Όταν συνήλθε και αντελήφθη τι είχα κάνει, θύμωσε πολύ μαζί μου. Παρόλο πού συνέχιζα να τον βλέπω, ή σχέση μας είχε τραυματισθεί. Το τελικό σημείο αιχμής του Βασίλη με την Ορθοδοξία δεν ήταν τελικά θεωρητικό. Πίστευε πώς πάνω απ' όλα οι Έλληνες, ανάμεσα στους οποίους μεγάλωσε και πού αποκαλούσαν τον εαυτό τους Ορθόδοξο, απλά δεν αγαπούσαν τον Κύριο Ιησού Χριστό. Δεν μπορούσε να συμφιλιώσει την αίσθηση του αυτή με καμιά θεολογία.
Ή αρρώστια του Βασίλη και ο θάνατος του -πού συνέβη τρεις βδομάδες πριν τον γάμο μου και τη μετακίνηση μου στην Ελλάδα-ήταν για μένα μια μεγάλη απογοήτευση. Συνέπεσαν με την επιστροφή μου ή τουλάχιστον με την αρχή της επιστροφής μου στην Ορθοδοξία.
Το ξύπνημα
Εκείνο το χρονικό διάστημα διάβαζα ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για τα σύμβολα, γραμμένο από έναν καλβινιστή θεολόγο, ό όποιος στο τέλος, στον κατάλογο των ευχαριστιών, ανέφερε ανάμεσα σε άλλα και την περίφημη εργασία του π. Alexander Schmeman «Ή Ευχαριστία» (στην Ελλάδα έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις «ΑΚΡΙΤΑΣ»). Αμέσως παρήγγειλα το βιβλίο από το προτεσταντικό βιβλιοπωλείο. Μόλις το διάβασα κατάλαβα πώς επιτέλους είχα βρει εκείνο πού ζητούσα. Ήταν σαν να με πλημμύριζε φως, ενώ μέχρι τότε βρισκόμουν σε πυκνό σκοτάδι. Ή αλήθεια στερεώθηκε μέσα μου περισσότερο από οτιδήποτε άλλο και με έσυρε βαθύτερα στην Ορθοδοξία.
Ό,τι είχα νοσταλγήσει, η ένωση και η κοινωνία του θεού και εν τω θεώ ολόκληρης της κτίσης, ολοκληρωνόταν στην Ευχαριστία. Ή Ευχαριστία μετέτρεπε σε Χάρη μια χειροπιαστή πραγματικότητα, οχι μια δικαιωτική ασάφεια. Αντιλήφθηκα ότι η προτεσταντική πίστη ήταν μια πλήρως ατομικιστική εμπειρία, περισσότερο διανοητική ενασχόληση παρά πίστη.
Ή εκτίμηση μου για την κατάσταση της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αμερική με την ιδιότητα του προτεστάντη ήταν σκληρή. Λοιπόν τώρα ήταν ακόμη πιο οδυνηρή αλλά από διαφορετική άποψη. Ήταν τραγωδία να γίνει κανείς Ορθόδοξος μόνο για να ανακαλύψει κάπως αργά ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν μια άλλη προτεσταντική παραφυάδα. Ακόμη δεν είμαι σίγουρος ποιος είναι Ορθόδοξος και ποιος Προτεστάντης. Αλλά αν είχα αντιληφθεί τότε την κατάσταση σ' όλες τις τραγικές της συνέπειες, δεν ξέρω τι θα μου συνέβαινε. Νομίζω πώς θα 'χα χάσει το μυαλό μου.
Τα λάθη δεν είναι δικά μου, ούτε του Λαζάρου, ούτε του Δικαιάκου. FineReader made us do them.
4 σχόλια:
Σε διαβάζω καιρό τώρα…
Το κείμενό σου με συγκίνησε…
Θα μπορούσα ίσως να σου γράψω κάποιες σκέψεις που μου ανακινήθηκαν με την ανάγνωση του, θα χαλούσαν όμως την αίσθηση και δεν το θέλω…
Σ’ ευχαριστώ για το μοίρασμα…
Νά ΄σαι καλά Ακίνδυνε, σε ευχαριστώ πολύ για το σημερινό σου και για τα παλαιότερά σου κείμενα.
Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Ένας απλός αντιγραφέας είμαι.
Πάρτε κι ένα βίρτσουαλ φοντανάκι για τον ανηψιό μου.
Πήρα κι εγώ βίρτσουαλ φοντανάκι... ακίνδυνο!
Δημοσίευση σχολίου