or simply "pissing around and pissing us off", according to a certain individual.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 30, 2006

Ακίνδυνοι Φεγγίτες

Φεγγίτες ψυχής σε άλλους κόσμους

Του Ηλία Μπαζίνα (περί το 2002 στην εφημερίδα Φίλαθλος)

Ο Τάκης Ασλανιάν, που έφυγε πριν από λίγες μέρες, ήταν ένας από τους δημιουργούς της ελληνικής άρσης βαρών και αυτό είναι κάτι σημαντικό. Όσοι τον γνώρισαν όμως θα τον θυμούνται πρώτα από όλα γι' αυτό, που ήταν. Κάτι πολύ πιο σημαντικό από ένα πρόσωπο του αθλητισμού. Γιατί ο Ασλανιάν, που μου έκανε την τιμή να με θεωρεί ειλικρινή φίλο του, ήταν μια μορφή βγαλμένη από αρχαία τραγωδία ή από τις σελίδες του Ντοστογιέφσκη.

Ο άνθρωπος αυτός δεν γεννήθηκε για να ευτυχήσει. Ήταν υπέρμετρα ευαίσθητος και κουβαλούσε την κατάρα ενός ματιού κοφτερού, ραδιοσκοπικού, που περόνιαζε κατευθείαν ως τα βάθη της καρδιάς. Τη μοναξιά της ύπαρξης ο Τάκης την έννοιωσε πολύ νωρίς, τότε, που κάνει τις αγιάτρευτες πληγές.

Συχνά αναρωτιόμουνα αν υπήρξε ποτέ του παιδί. Μου έφερνε πάντα στο μυαλό το πικρό τραγούδι του καουμπόυ Τεννεσσή Έρνι Φορντ, που η φωνή του και άλλων ομοίων του με ανάθρεψε: «Γεννήθηκα μια στιγμή, που ο ήλιος δεν έλαμπε. Πήρα το φτυάρι μου και τράβηξα για το ορυχείο. Φόρτωσα δεκάξη τόνους κάρβουνο νούμερο 9. Και τι κέρδισα; Μια μέρα πιο μεγάλος και πιο βαθιά στο χώμα. Άγιε μου Πέτρο, μη με φωνάξης, δεν μπορώ να'ρθω. Χρωστάω την ψυχή μου στα βερεσέδια του μαγαζιού της εταιρείας...»

Δεν ξέρω για ποια έγκατα, για ποια σκοτεινά τρίσβαθα τράβηξε η ψυχή του Τάκη μόλις γεννήθηκε. Ξέρω μόνο ότι δεν βγήκε ποτέ εντελώς από εκεί.

Μολαταύτα, ήταν ένας από τους πιο γνήσιους γλεντζέδες που γνώρισα. Παρεϊκός σε βαθμό «θρησκευτικό», σαββοπουλικός, ξενύχτης απύθμενης αντοχής, η αγάπη του ήταν να οργώνη τις μικρές ώρες την Θεσσαλονίκη, που λάτρευε. Τον πιο πικρό βαρδάρη τον ένοιωθε ως χάδι. Μερακλής στο κρασί, στο τσίπουρο, στο ουίσκυ, από τους ελάχιστους ικανούς να καταλάβουν και να εκτιμήσουν πραγματικά ένα βελούδινο παλιό μολτ, ωστόσο εγώ τουλάχιστον δεν τον είδα ποτέ μεθυσμένο, λυώμα. Ακόμα και τις φορές, που θυσιάζαμε οι δυο μας στους χθόνιους θεούς από ένα χιλιάρι Γκλενλίβετ ο καθένας. Αρνιόταν να... κοιμηθή πριν ξημερώση, με τίποτα δεν θυσίαζε νύχτα. Ηξερε πως οι νύχτες, μα πολλές μα λίγες, κάποτε τελειώνουν. Ήταν φορές, που κουτούλαγε, θύμιζε εκπληκτικά τον «Ύπνο» του Σαλβαδόρ Νταλί. Κι όμως, αρνιόταν να πάη για ύπνο.

Ποτέ δεν μιλούσε για το παρελθόν του, για τους συγγενείς του, για την καταγωγή του. Για όποιον είχε μάτι, ήταν φανερό ότι ήταν άρχοντας. Κάποτε μου έδειξε κάτι κειμήλια οικογενειακά, διαμάντια αμύθητης αξίας. Δεν τα σκότωσε, παρόλο που είχε απελπιστική ανάγκη. Δεν μπορούσε να διαχειρισθή χρήματα, δεν μπορούσε να τσιγκουνευθή, δεν ανεχόταν εκείνους, που μπορούσαν. Αρνήθηκε να ζήση όπως όλοι. Και το πλήρωσε.

Στον αθλητισμό, και στην άρση βαρών ήταν ιδιοφυής, σε μία εποχή, που η ιδιοφυΐα ΕΠΑΙΖΕ ρόλο! Έβγαλε αμέτρητους αθλητές, μερικούς πολύ σπουδαίους. Μόνο όταν είχε την ευκαιρία της ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ήταν πραγματικά ευτυχισμένος.

Όταν για διάφορους λόγους, ήρθε η ώρα, που του αρνήθηκαν τη δυνατότητα να δημιουργή, πήρε αργά αργά το μεγάλο δρόμο από τον οποίο δεν ξαναγύρισε. Οι φίλοι και παλιοί αθλητές, που έμειναν κοντά του ως το τέλος, τον άκουγαν να λέη: «θα έρθω να σας ξανακάνω πρωταθλητές εκεί κάτω...» Μιλούσε με το Γιάννη τον Αθανασιάδη, το Γιώργο τον Αμαξόπουλο, το Γιάννη το Λεμονίδη, στην Κατουγής.

Μιλούσε με τους νεκρούς, ένοιωθε κιόλας ένας από αυτούς. Κάποια στιγμή, πολύ απλά, πέρασε απέναντι. Πήγε οριστικά να τους βρη. Αρνήθηκε να παρατείνη μία ανούσια εκκρεμότητα σε τούτο τον κόσμο. Εβρεχε, κατακλυσμό, την ώρα, που έφυγε. Πάντα μιλούσε «για το νερό», για «ποτάμια». Είπαμε, είχε ενοράσεις και διαισθήσεις μοναδικές, φεγγίτες ψυχής σε άλλους κόσμους. Γι’ αυτό, όσοι τον είχαν δάσκαλο, τον θεωρούσαν σχεδόν υπερφυσικό ον και του έτρεφαν τυφλή πίστη.

Άκουσα ότι «το άθλημα» θα τον τιμήση. Ότι θα κάνουν ενός λεπτού σιγή και θα αφιερώσουν αγώνα στη μνήμη του. Αξιέπαινο είναι αυτά. Έστω κι αυτά. Βέβαια, εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω τη μεγάλη κουβέντα του αποδυτηριάκια: Τον άνθρωπο πρέπει να τον τιμάς όσο ζη...

Κάποιες καλύτερες εποχές κάναμε πολλή παρέα με τον Τάκη, τα φεγγάρια που ανέβαινα στη Θεσσαλονίκη. Πάντα περνούσα καλά στη Θεσσαλονίκη, είναι τόπος με ΨΥΧΗ. Ο Τάκης ήταν ο υποδειγματικός, παραδοσιακός Θεσσαλονικιός «οικοδεσπότης», με μια φιλοτιμία εξωγήινη, με ένα κιμπαριλίκι σε απόλυτη δυσαναλογία προς τα οικονομικά του μέσα, που όλο έφθιναν.

Ήταν χρονιές, που με έπαιρνε σχεδόν κάθε μέρα τηλέφωνο. Υπεραστικό. Με κολάκευε το ότι ήθελε τις απόψεις μου, με πίκραινε όμως το ότι τα «φώτα», από εκείνα, που είχε πραγματικά ανάγκη, δεν είχα να του δώσω. Δύσκολος άνθρωπος, έβλεπε πολύ μακριά, αμήχανες παρηγοριές και θεωρίες του καφενείου δεν έπιαναν σε αυτόν. Είχε δη τον κόσμο όπως ήταν και αρνιόταν πια να τον πάρη στα σοβαρά. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι το τέλος του Τάκη Ασλανιάν θα ήταν εκείνα τα αδιέξοδα της ψυχής του, που από τους πολλούς και εύκολους ανθρώπους, κατά καλή τους τύχη, απουσιάζουν.

Τον είδα για τελευταία φορά στην είσοδο του ΜΕΤΡΟ στην Κοραή. Κινήθηκα προς το μέρος του αλλά κοιτούσε αλλού. Έμοιαζε να θέλη να με αποφυγή. Φαινόταν καταβεβλημένος, τα λιγοστά δευτερόλεπτα, που τον είδα. Μετά χάθηκε. Άνθρωπος παθολογικά αξιοπρεπής και περήφανος, ίσως δεν ήθελε να μιλήση για πράγματα δυσάρεστα.

Κι εγώ δεν θα προσβάλω το φίλο μου με κανένα είδος οίκτου ή συμπόνοιας. Γιατί άλλωστε; Έζησε όπως διάλεξε. Αξιώθηκε ΜΑΘΗΤΕΣ, ανθρώπους, που τον είπαν ΔΑΣΚΑΛΟ, τιμή, που ελάχιστοι θνητοί γνωρίζουν και ακόμα λιγώ-τεροι ΑΞΙΖΟΥΝ. Θα τον θυμούνται όταν κανένας πια δεν θα θυμάται τους ψεύτικους, χάρτινους ανθρώπους, που όσο τίποτε άλλο δηλητηρίασαν τον κόσμο του και τη ζωή του. Μην του κάνετε την προσβολή να τον λυπηθήτε. Μην εκθέσετε τη νοημοσύνη σας παριστάντοντας πως δεν καταλαβαίνετε ότι ο Τάκης Ασλανιάν ήταν ένας άνθρωπος ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΣ, που αξιώθηκε να βίωση αλήθειες, που σε εσάς θα παραμείνουν εσαεί κρυμμένες. ΜΗΝ ΤΟΝ ΚΡΙΝΕΤΕ!...

Σε μια σκηνή από τους «Αδελφούς Καραμάζωφ», ο «άγιος» Ζωσιμάς πέφτει γονυπετής και φιλάει το χέρι του αμαρτωλού Μίτια Καραμάζωφ. ΟΧΙ του ενάρετου Αλιόσα ή του σοφού Ιβάν. Του «έκλυτου» Μίτια! Οι παριστάμενοι δυσφορούν!

«Προσκύνησα τον ΠΟΝΟ του», εξήγησε ο άγιος γέροντας, ενώ τα θολά του μάτια έστελναν ψηλά, πολύ ψηλά, μια προσευχή...