17 Μαΐου 1973. Γλωσσική ανάλυση ενός σλόγκαν*
Τοϋ Πιέρ Πάολο Παζολίνι | Μεταφράζει ή Λένα Κωνσταντέλλου |
Ή γλώσσα της βιομηχανίας είναι μία γλώσσα εξ ορισμού καθαρά επικοινωνιακή: οι «τόποι» όπου παράγεται είναι οι τόποι όπου η επιστήμη είναι «εφαρμοσμένη», είναι δηλαδή οι τόποι του καθαρού πραγματισμού. Οι τεχνικοί μιλούν μεταξύ τους μια εξειδικευμένη διάλεκτο, ναι, αλλά για χρήση στενά, αυστηρά επικοινωνιακή. Ο γλωσσικός κανόνας που ισχύει μέσα στο εργοστάσιο, μετά, τείνει να εξαπλωθεί και έξω: είναι σαφές πώς εκείνοι πού παράγουν θέλουν να έχουν με εκείνους που καταναλώνουν μια σχέση απόλυτα καθαρή.
Υπάρχει. μόνο μια περίπτωση εκφραστικότητας -αλλά εκφραστικότητας αποκλίνουσας- στην καθαρά επικοινωνιακή γλώσσα της βιομηχανίας: η περίπτωση του σλόγκαν. Το σλόγκαν πραγματικά πρέπει να είναι εκφραστικό, για να εντυπωσιάζει και να πείθει. Αλλά η εκφραστικότητά του είναι τερατώδης επειδή γίνεται αμέσως στερεότυπη, και έχει μια ακαμψία πού είναι ακριβώς το αντίθετο τής εκφραστικότητας, που ποικίλλει συνεχώς και προσφέρεται σε μια απεριόριστη ερμηνεία.
Η πλαστή εκφραστικότητα του σλόγκαν είναι το έσχατο σημείο της νέας τεχνικής γλώσσας πού υποκαθιστά την ανθρωπιστική γλώσσα. Αύτή είναι το σύμβολο τής γλωσσικής ζωής, δηλαδή ενός ανέκφραστου κόσμου, χωρίς πολιτιστικές ιδιομορφίες και χωρίς ποικιλία. Ενός κόσμου που σε μας, τελευταίους θεματοφύλακες ενός πολλαπλού, θρησκευτικού και ορθολογικού οράματος ζωής, φαίνεται σαν ένας κόσμος νεκρός.
Αλλά είναι δυνατό να προβλεφτεί ένας κόσμος τόσο αρνητικός; Είναι δυνατό να προβλεφτεί ένα μέλλον σαν το «τέλος των πάντων»; Κάποιος -σαν εμένα- το κάνει, από απελπισία: η αγάπη για ένα κόσμο πού ζήσαμε και δοκιμάσαμε εμποδίζει να σκεφτούμε έναν άλλο εξίσου αληθινό· να σκεφτούμε ότι μπορούν να δημιουργηθούν άλλες αξίες ανάλογες με εκείνες που έκαναν πολύτιμη την ύπαρξη. Αυτό το αποκαλυπτικό δράμα του μέλλοντος είναι δικαιολογημένο, άλλά πιθανόν άδικο.
Φαίνεται τρελλό, άλλά είναι πρόσφατο σλόγκαν εκείνο των «τζηνς Ιησούς», πού έγινε ξαφνικά διάσημο: «Δεν θα έχεις άλλα τζην έκτός από έμένα», έρχεται σαν ένα νέο γεγονός, μια εξαίρεση στον σταθερό κανόνα, κανόνα του σλόγκαν, αποκαλύπτοντας μια εξέλιξη διαφορετική από εκείνη που η συμβατικότητα -που ξαφνικά υιοθετείται από τούς απελπισμένους πού θέλουν να νοιώθουν νεκρό το μέλλον- πολύ λογικά προέβλεπε.
Βλέπουμε την αντίδραση του «Οσσερβατόρε Ρομάνο» σ' αυτό το σλόγκαν: με το ιταλιάνικο, απαρχαιωμένο, δήθεν πνευματώδες και λίγο κενόδοξο στυλ του, ο αρθρογράφος του «Οσσερβατόρε» τονίζει με λόγια και επιχειρήματα όχι βέβαια βιβλικά το ρόλο του θύματος, του φτωχού, του αθώου ανυπεράσπιστου. Είναι ο ίδιος τόνος με τον όποίο έχουν συνταχθεί, π.χ. οι θρήνοι ενάντια στη διαδεδομένη ανηθικότητα τής λογοτεχνίας ή του κινηματογράφου. Άλλά σ' αυτή την περίπτωση αυτός ο κλαψιάρικος και καθωσπρέπει τόνος κρύβει την απειλητική θέληση τής εξουσίας: ενώ ο αρθρογράφος πραγματικά κάνοντας το αρνάκι θρηνεί, με τα καλά συλλαβισμένα ιταλικά του, πίσω από τον ώμο του η εξουσία δουλεύει για να εξαλείψει, να διαγράψει, να εκμηδενίσει τούς άθρησκους πού είναι αιτία του θρήνου. Οι δικαστές και οι αστυφύλακες γρηγορούν η κρατική μηχανή μαθαίνει αμέσως πρόθυμα στην υπηρεσία του πνεύματος. Την ιερεμιάδα του «Οσσερβατόρε» ακολουθούν οι νομικές ενέργειες τής εξουσίας: ο βλάσφημος λογοτέχνης ή κινηματογραφιστής πλήττεται αμέσως και αναγκάζεται να σιωπήσει.
Στις περιπτώσεις γενικά μιας επανάστασης ανθρωπιστικού τύπου -πιθανές στον κύκλο του παλαιού καπιταλισμού και της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης- η Εκκλησία είχε τη δυνατότητα να επέμβει και να συγκρατήσει, ερχόμενη σε βίαιη αντίθεση με τη βέβαιη θέληση τυπικά φιλελεύθερη και δημοκρατική τής κρατικής εξουσίας. Ο μηχανισμός ήταν απλός: ένα μέρος αυτής της εξουσίας -π.χ. η δικαστική εξουσία και η αστυνομία- αναλαμβάνει ένα συντηρητικό και αντιδραστικό ρόλο, και έτσι, έβαζε αυτόματα τα όργανα τής εξουσίας της στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Υπάρχει λοιπόν ένας διπλός δεσμός κακής πίστης σ' αύτή τη σχέση ανάμεσα στην Εκκλησία και το Κράτος: απ' το μέρος της η Εκκλησία δέχεται το αστικό κράτος -αντί του μοναρχικού ή φεουδαρχικού- παραχωρώντας σ' αυτό την συγκατάθεσή της, χωρίς την οποία, ως σήμερα η κρατική εξουσία δεν θα μπορούσε να υπάρξει, για να κάνει αυτό η Εκκλησία έπρεπε όμως να αποδέχεται την ελεύθερη ανάγκη και τη δημοκρατική διατύπωση: πράγματα πού δεχόταν μόνο υπό τον όρο ότι θα είχε από την εξουσία την σιωπηρή άδεια να την περιορίσει και να την καταργήσει. Άδεια που απ' την άλλη μεριά, η αστική εξουσία παραχωρούσε με όλη της την καρδιά. Πραγματικά η συμφωνία της με την Εκκλησία σαν οργάνου εξουσίας (instrumentum regni) δεν συνίστατο παρά στο εξής: να καλύψει την ουσιαστική ανελευθερία και την ουσιαστική αντιδημοκρατικότητα, εμπιστευομένη το ανελεύθερο και αντιδημοκρατικό έργο τής Εκκλησίας πού γίνεται δεκτή με κακή πίστη σαν ο ανώτερος θρησκευτικός θεσμός. Η Εκκλησία γενικά έχει κάνει συμφωνία με τον διάβολο δηλαδή με το αστικό Κράτος. Δεν υπάρχει πραγματικά αντίθεση πιο σκανδαλώδης απ' αυτήν ανάμεσα στην θρησκεία και την αστική τάξη, γιατί αυτή η τελευταία είναι το αντίθετο τής θρησκείας. Η μοναρχική ή η φεουδαρχική εξουσία ήταν κατά βάθος λιγότερο. Ο φασισμός, σ' αυτή την οπισθοδρομική στιγμή του καπιταλισμού, ήταν λιγότερο δυναμικός, αντικειμενικά, από την άποψη τής Εκκλησίας από το δημοκρατικό καθεστώς: ο φασισμός ήταν μια βλασφημία, αλλά δεν υπέσκαπτε εσωτερικά την Εκκλησία, επειδή αυτός ήταν μια πλαστή νέα ιδεολογία. Ο Συμβιβασμός, δεν υπήρξε ιεροσυλία στα τριάντα, αλλά είναι σήμερα, κι αν ο φασισμός ούτε άγγιζε την Εκκλησία, σήμερα ο Νεοκαπιταλισμός την καταστρέφει. Η αποδοχή του φασισμού υπήρξε ένα φοβερό επεισόδιο· αλλά η αποδοχή του καπιταλιστικού αστικού πολιτισμού υπήρξε ένα αποφασιστικό γεγονός του οποίου ο κυνισμός δεν είναι μόνο ένα στίγμα, το υπέρτατο στίγμα στην ιστορία της Εκκλησίας, αλλά και ένα ιστορικό λάθος πού η Εκκλησία θα πληρώσει πιθανόν με την παρακμή της. Αυτή δεν αντιλήφθηκε -μέσα στο τυφλό άγχος της για σταθεροποίηση και για την στερέωση τής θεσμικής της λειτουργίας- ότι η Αστική τάξη εκπροσωπούσε ένα νέο πνεύμα· πνεύμα πού δεν είναι εκείνο του φασισμού: ένα νέο πνεύμα που στην αρχή ήταν συναγωνιστικό με το θρησκευτικό (εξαιρουμένου μόνο του κληρικαλισμού) και είχε καταλήξει να προσφέρει στους ανθρώπους ένα ολοκληρωτικό και μοναδικό όράμα της ζωής (και να μην έχει πια ανάγκη τον κληρικαλισμό σαν όργανο εξουσίας).
Είναι αλήθεια: όπως έλεγα τα παθητικά κλαψίματα του αρθρογράφου του «Οσσερβατόρε» αμέσως -στις περιπτώσεις της «κλασικής» αντιθέσεως- ακολουθεί η δράση των δικαστών και της αστυνομίας. Αλλά είναι περίπτωση επιβίωσης. Το Βατικανό βρίσκει ακόμα γέρους πιστούς στο μηχανισμό τής κρατικής εξουσίας: αλλά είναι γέροι. Το μέλλον δεν ανήκει ούτε στους γέρους καρδινάλιους, ούτε στους γέρους πολιτικούς άντρες, ούτε στους γέρους δικαστές, ούτε στους γέρους αστυφύλακες. Το μέλλον ανήκει στη νέα αστική τάξη πού δεν έχει πια ανάγκη να διατηρεί την εξουσία με τα κλασικά μέσα· πού δεν ξέρει πια τι να κάνει την Εκκλησία που, τώρα, έχει καταλήξει γενικά να ανήκει σ' αυτό το ανθρωπιστικό κόσμο του παρελθόντος πού αποτελεί ένα εμπόδιο στη νέα βιομηχανική επανάσταση· η νέα αστική εξουσία πραγματικά επιβάλλει στους καταναλωτές ένα πνεύμα ολοκληρωτικά πραγματικό και ηδονιστικό· ένας κόσμος τεχνικιστικός και καθαρά επίγειος είναι εκείνος στον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί σύμφωνα με την ίδια τη φύση ο κύκλος της παραγωγής και της κατανάλωσης. Για τη θρησκεία και πάνω απ' όλα για την Εκκλησία δεν υπάρχει πια χώρος. Ο οπισθοδρομικός αγώνας που διεξάγει ο νέος καπιταλισμός ακόμα μέσω τής Εκκλησίας είναι ένας καθυστερημένος αγώνας, προορισμένος μέσ' στην αστική λογική -πολύ γρήγορα να ηττηθεί, με την επακόλουθη «φυσική» διάλυση τής Εκκλησίας.
Πάντα τρελλή, επαναλαμβάνω, αλλά η περιπέτεια των τζήνς «Ιησούς» είναι μια απόδειξη όλων αυτών. Αυτοί πού παρήγαγαν αυτά τα τζηνς και τα λανσάρισαν στο εμπόριο, χρησιμοποιώντας για σλόγκαν μια από τις δέκα Εντολές, δείχνουν -πιθανόν με μια κάποια έλλειψη της αίσθησης του σφάλματος, δηλαδή με την ασυνειδησία εκείνου που δεν θέτει στον εαυτό του ορισμένα προβλήματα- ότι βρίσκονται ήδη στο κατώφλι όπου προετοιμάζεται ο τύπος ζωής μας και ο πνευματικός μας ορίζοντας.
Υπάρχει στον κυνισμό αυτού του σλόγκαν μια ένταση και μια αθωότητα ενός τύπου απόλυτα νέου, αν και πιθανόν ωριμασμένου σ' αυτές τις τελευταίες δεκαετίες (μιλούμε για την πιο σύντομη περίοδο στην Ιταλία). Αυτό λέει μέσ' στη λακωνικότητά του σα φαινομένου που αποκαλύπτεται στη συνείδησή μας ήδη πλήρες και καθοριστικό, ότι ο νέος βιομηχανικός και τεχνικός είναι εντελώς λαϊκός, αλλά με μια λαϊκότητα πού δεν μετριέται πια με την θρησκεία. Τέτοια λαϊκότητα είναι μια «καινούργια άξία» πού γεννήθηκε μέσα στην αστική τάξη, μέσα στην οποία ή θρησκεία μαραίνεται σαν αρχή και μορφή εξουσίας, και επιζεί ακόμη σαν φυσικό προϊόν τεράστιας κατανάλωσης και φολκλορική μορφή πού μπορεί ακόμα να τύχει εκμετάλλευσης.
Άλλά το ενδιαφέρον αυτού του σλόγκαν δεν είναι μόνο αρνητικό, δεν εκπροσωπεί μόνο τον νέο τρόπο με τον οποίο αμφισβητείται αυτό που η Εκκλησία εκπροσωπεί: υπάρχει σ' αυτό ένα ενδιαφέρον θετικό, δηλαδή η απρόβλεπτη πιθανότητα να πάρει ιδεολογική σημασία και να γίνει εκφραστική η γλώσσα αυτού του σλόγκαν και κατά συνέπεια, πιθανόν και ολόκληρου του τεχνολογικού κόσμου. Το βλάσφημο πνεύμα αυτού του σλόγκαν δεν περιορίζεται σε μια απόδειξη, σε μια καθαρή παρατήρηση πού μετατρέπει την εκφραστικότητα σε καθαρή μεταδοτικότητα. Αυτό είναι κάτι πάρα πάνω από ένα εύρημα απαλλαγμένο προκαταλήψεως (του οποίου πρότυπο είναι το αγγλοσαξωνικό «Χριστός σούπερ-σταρ»): αντίθετα οδηγεί σε μια ερμηνεία που δε μπορεί παρά να είναι άπειρη: αυτό διατηρεί μέσ' στο σλόγκαν τούς ιδεολογικούς και αισθητικούς χαρακτήρες τής εκφραστικότητας. Θέλει -ίσως- να πει ότι ακόμα και το μέλλον πού για μας -θρησκευόμενους και ανθρωπιστές- εμφανίζεται σαν έμμονη ιδέα και θάνατος, θα είναι ιστορία σε ένα καινούργιο κόσμο· ότι η απαίτηση τής καθαρής μεταδοτικότητας της παραγωγής θα είναι κατά κάποιο τρόπο αντιλεγόμενη. Πραγματικά το σλόγκαν αυτών των τζηνς δεν περιορίζεται στη μετάδοση τής αναγκαιότητας τής κατανάλωσης, άλλά παρουσιάζεται σαν η νέμεσις -μολονότι αθώα- που τιμωρεί την Εκκλησία για την συμφωνία της με τον διάβολο! Ο αρθρογράφος του «Οσσερβατόρε» αυτή τη φορά είναι στ' αλήθεια ανυπεράσπιστος και ανίσχυρος ακόμα κι αν η δικαστική εξουσία και οι αστυφύλακες θέτονταν σε κίνηση και κατόρθωναν να ξεσκίσουν από τους τοίχους τής χώρας αυτή την διαφήμιση και αυτό το σλόγκαν, τώρα πρόκειται για ένα αμετάκλητο γεγονός· ακόμα κι αν το προλαβαίνουν: το πνεύμα του είναι το νέο πνεύμα της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης και της συνακόλουθης μεταβολής των αξιών.
(Από την Οδό Πανός)