Αναπολώ μια πολύ μακρινή μέρα που, ανάμεσα σε πλήθος κόσμου που δε θυμάμαι και δε γνωρίζω, μπήκε στο σπίτι μου ένας άντρας μ' ωχρό ξερακιανό πρόσωπο, κλεισμένος μέσα σ' ένα μυστηριώδη αρχαίο πόνο. Τα λεπτά χείλη σφιγμένα, για να αποτρέπουν τις λέξεις, το χαμόγελο. Τα χέρια υπομονετικά σαν χέρια τεχνίτη. Ήξερε από ψωμί κι από πριμούλη. Το ψωμί ήταν ο πόνος, η πριμούλη ο έρωτας.
Θυμάμαι και ξέρω πως αποφάσισα ότι εκείνος ο άντρας ήταν ένας άντρας.
Κι ύστερα θυμάμαι πως αποφάσισα να κάνω δικό μου το ψωμί, να το κόψω στη μέση και να βάλω ανάμεσα γέλια δυνατά, θαρρετά, περήφανα, γέλια καλά.
Αποφάσισα κιόλας, δίχως φόβο, να βουτήξω μέσα στις πριμούλες.
Θυμάμαι και ξέρω πως εκείνος ο άντρας ήταν άντρας, ο δικός μου άντρας. Κι ο άντρας μου έκρυβε πίσω από τα μαύρα γυαλιά την αγωνία για την ανακάλυψη μιας πιθανής, όλο φόβο αναζήτησης για ένα μη κακοποιημένο και καθόλου κλεμμένο έρωτα που θα του προσφερόταν. Έμαθα γι' αυτό να περπατώ στις μύτες των ποδιών για να μην χαλάω τη σιωπή που συνόδευε την ερωτική χειρονομία, για να μη την κάνω να χαθεί μες το σκοτάδι. Αργά αργά άρχισε να έχει εμπιστοσύνη κι αποτόλμησε να οσφρισθεί το χέρι μου και λίγο-λίγο να τρώει το καρότο, τη ζάχαρη. Κι έτσι γίναμε «μαζί», μόνοι.
Θυμάμαι λοιπόν και ξέρω ότι άρχισα να ζω μια ζωή δύσκολη τελικά. Μια ζωή με την ποίηση να τρυπώνει σε κάθε απόκρυφη γωνιά του σπιτιού μου, του δικού μου αυξάνεσθαι, του δικού μου γίγνεσθαι. Κι ύστερα εκεί που έπρεπε να τρίζω τα δόντια μου, να κλωτσάω, να προστατεύω, να απειλώ, να περιβάλλω το δικό μου άντρα - που κανείς δε δεχόταν ανάμεσα στους «άντρες» - μ' ένα δίχτυ προστασίας, χρωματισμένο και τυλιγμένο μ' ήλιο και πράγματα καλά για να ανακαλυφθούν και να βιωθούν. Ένα δίχτυ με μεγάλες τρύπες που πίσω του έχουν στήσει καρτέρι μαύρα θηρία φλογισμένα μάτια παιδιών από την Καλαβρία ή την Σικελία μεταμφιεσμένων σε pariolini *, ναοί δίχως θρησκεία πλημμυρισμένοι από βρωμερό εμπόρευμα, μαύρα αυτοκίνητα, μαύρες ακρογιαλιές, μαύρες εφημερίδες. Αυτά τα ζωντανά τέρατα ήταν γαντζωμένα πάνω στο πολύχρωμο και γεμάτο από ήλιο δίχτυ κι ο δικός μου ρόλος ήταν να μπαλώνω τις μεγάλες τρύπες όταν παραμεγάλωναν.
Κι όλο έραβα, κάθε μέρα έραβα.
Θυμάμαι και ξέρω ακριβώς την ημέρα που έχασα κλωστή και βελόνα. Μου τά είχαν κλέψει κι εγώ δεν είχα πια το κουράγιο να βρω άλλη κλωστή κι άλλη βελόνα. Γύρω όλα ήταν μαύρα, κι όσο πιο μαύρα γίνονταν όλα τριγύρω, τόσο περισσότερο το μικρό μας τρελό νησί βυθιζόταν στον ήλιο, στην πράξη, στη δημιουργία, στο χτίσιμο, στην υπέροχη βεβαιότητα πως ζωή προορισμένη για τόσες και τέτοιες δημιουργικές δραστηριότητες δεν μπορούσε να μην είναι απαραβίαστη, ιερή.
Ύστερα όμως ήρθε μια μέρα που ο ήλιος ποτίστηκε μ' αίμα κι από τότε όλες οι μέρες ονομάστηκαν 2.11.75.
Τη μέρα εκείνη τριπλασίασα το κορμί μου για να προστατεύσω και να συνοδεύσω τον ραγισμένο, ατέλειωτο θρήνο μιας κομματιασμένης πριμούλας, ενός κοριτσιού πριονισμένου στα δυο, τρία, χίλια κομμάτια, ενός κοριτσιού που μέσα στη ζεστή κοιλιά του είχε έναν ποιητή κομμένο σε δυο, τρία, χίλια κομμάτια που τα κρατούσε ενωμένα ένας ατσαλένιος, ακατάλυτος ομφάλιος λώρος.
Τίποτε δε θυμάμαι κι ούτε ξέρω για μένα. Ύστερα, μια από τις άπειρες ημέρες που ονομαζόταν 2.11.75 μου έφεραν το κορμί του δικού μου άντρα και το ξάπλωσαν πάνω στο τραπέζι μου που κάποτε ήταν γεμάτο με λιχουδιές έτοιμες να ικανοποιήσουν την εύθυμη λαιμαργία του. Κι αυτό το κορμί ήταν κομματιασμένο, διαμελισμένο, κατασπαραγμένο. Μου έβαλαν στο χέρι μια βελόνα και μια κλωστή για να μάθω να ξαναράβω.
Έτσι άρχισα να ψάχνω εδώ κι εκεί τον άντρα μου, σιωπηλά, όπως τα ζώα.
Ύστερα ψάχνοντας τον, άρχισα να ανακαλύπτω το πως και το γιατί για «μας», το πως και το γιατί γι' «αυτούς».
Ώσπου κατάλαβα ότι για να αφανίσω «αυτούς» θα έπρεπε να τρυπώσω μέσα, αφού πρώτα τον ξανάραβα, τον άντρα μου, έτσι που να μπορέσει να μου μιλήσει κρυφά και να μου εξηγήσει.
Να γιατί αποφάσισα από κοινού μ' αυτόν όπως πάντα να μην αποδεχτώ, να μην υπακούσω, να προκαλέσω σκάνδαλο, να καταγγείλω τα όσα μπορούν να συμβούν σ' έναν άνθρωπο καθαρό μέσα «σε μια βρωμερή χώρα».
Κι άρχισα να μαζεύω θανατικές καταδίκες που είχαν αποφασιστεί γι' αυτόν με την συναίνεση της μαύρης δεξιάς και της μαύρης αριστεράς που στέκονταν πίσω από το δίχτυ, ανάμεσα στους ζωντανούς νεκρούς.
Είδα κι ένιωσα με τον ίδιο τρόπο που έβλεπε κι ένιωθε η Αιμιλία, η υπηρέτρια στο Θεώρημα.
Όλα περιέχονται μέσα σε τετρακόσιες σελίδες.
Λάουρα Μπέτι.
* Σ.τ.Μ. Pariolini : Συνοικία των μεγαλοαστών της Ρώμης
Παζολίνι: χρονικό της βίας, της διωξης και του θανάτου
εκδ. Εξάντας
μτφ. Κούλα Κυριακίδου