Τώρα εδώ το γράμμα σου, με συγκινεί αφάνταστα, σαν το κοιτάζω νιώθω να ανεβαίνουν δάκρυα στα μάτια' σκέφτομαι όλα αυτά που έχασα στο σπατάλημα της ζωής μου στην οποία δεν ήξερα να σε δεχτώ. Δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο αυτό το γράμμα: τα άλλα που έπρεπε να σου πω θα σου τα γράψω αύριο, θα συνέχιζα μόνο αν μπορούσα να αφεθώ, αλλά δεν μπορώ, είναι ακόμη πολύς ο πάγος που πρέπει να λιώσει μέσα μου. Συγχώρα με αν σου έγραψα άλλο ένα μισητό γράμμα, αλλά αν μπορούσα να γράψω με καλοσύνη, μ' όλη την καλοσύνη του κάποτε, τότε αυτό το γράμμα δε θα ήταν αναγκαίο. Είμαι οργισμένος με τον εαυτό μου και την αδυναμία μου, τη στιγμή που θα ήθελα να σου πω όλη μου την τρυφερότητα και τη στοργή.
Σε αγκαλιάζω
δικός σου Πάολο
Αυτό είναι το τέλος της επιστολής, επειδή είναι μεγάλη και δεν έχουν όλοι αντοχή. Λέμον εσύ να τη διαβάσεις όλη όπως και δήποτε
... Ξέρεις, μένω κοντά στο γκέτο, όυό βήματα από την εκκλησία Κόλα ντι Ρίντσο, θυμάσαι; Ξανάκανα δυο τρεις φορές εκείνη τη βόλτα μας του '47, και παρόλο που δεν ξαναβρήκα πια εκείνο τον ουρανό κι εκείνο τον αέρα - με το γκρίζο βασίλεμα του γκέτο στο άσπρο του Σαν Πιέτρο στο Μοντόριο' την Εβραία που καθόταν πλάι σε μια αλυσίδα μπροστά από τη σκούρα πόρτα' την καταιγίδα με το άρωμα του ρετσινιού, κι έπειτα τη Via Τζούλια και το μέγαρο Φαρνέζε εκείνο το μέγαρο Φαρνέζε που δε θα επαναληφθεί ποτέ, λες και το φως μετά την καταιγίδα το είχε λαξεύσει μέσα σ' ένα πέπλο — ξεχάστηκα και παρηγορήθηκα. Ακόμα και τώρα ηχούν στ' αυτιά μου οι κραυγές από το Κάμπο ντέι Φιόρι, την ώρα που σταματούσε η βροχή. Όμως αυτή η ζεστασιά που με πλημυρίζει ολόκληρο σαν ξεκούραση, την οφείλω στο γράμμα σου: εδώ είναι λερωμένη από κοκκινάδι και από κρέμα απ' το καρναβάλι της Βερσούτα και από τα λουλούδια της Πιάτσα ντι Σπάνια. Από κείνη την εποχή, το '47 άρχισε ο δικός μου κατήφορος που έγινε γκρεμός μετά το Λέριτσι: δεν τα καταφέρνω ακόμη να κρίνω τον εαυτό μου κι ούτε όπως θα ήταν εύκολο να τον κρίνω άσχημα, αλλά σκέφτομαι πως θα ήταν αναπόφευκτο. Μου ζητάς να σου μιλήσω με ειλικρίνεια και με αιδημοσύνη: θα το κάνω Σιλβάνα, αλλά από κοντά, αν είναι δυνατό να μιλάει κανείς με αιδημοσύνη για μια περίπτωση σαν τη δική μου, ίσως να το έκανα με τα ποιήματα μου. Τώρα, από τότε που βρίσκομαι στη Ρώμη, αρκεί να καθίσω μπρος στη γραφομηχανή για να καταληφθώ από τρεμούλα και να μη μπορώ ούτε να σκεφτώ: λες και οι λέξεις έχασαν τη σημασία τους. Μπορώ μονάχα να σου πω ότι τη διφορούμενη ζωή — όπως σωστά το λες — που έκανα στην Καζάρσα, θα εξακολουθήσω να την κάνω κι εδώ στη Ρώμη. Κι αν σκέφτεσαι την ετυμολογία του διφορούμενος θα δεις ότι δεν μπορεί παρά να είναι διφορούμενος ένας που ζει με μια διπλή υπόσταση. Γι' αυτό καμιά φορά — και τον τελευταίο καιρό συχνά - είμαι ψυχρός, «κακός», τα λόγια μου «πληγώνουν». Δεν είναι μια συμπεριφορά «maudit» , αλλά η βασανιστική ανάγκη να μην εξαπατήσω τους άλλους, να ξεράσω αυτό που επίσης είμαι.
Η παιδεία μου και το παρελθόν μου δεν ήταν επιφανειακά θρησκευτικά και ηθικολογικά' για πολλά χρόνια υπήρξα αυτό που λένε η παρηγοριά των γονέων, ένας υποδειγματικός γιος, ένας ιδανικός μαθητής... Αυτή η παράδοση της τιμιότητας και της ευθύτητας μου - που δεν είχε ένα όνομα ή μια πίστη, αλλά που ήταν ριζωμένη μέσα μου με το ανώνυμο βάθος ενός φυσικού πράγματος - μ' εμπόδιση για πολύ καιρό να δεχτώ την ετυμηγορία...
Δεν ξέρω αν υπάρχουν πια κοινά μέτρα για να με κρίνουν, ή μήπως πρέπει να καταφύγουμε στα εξαιρετικά που χρησιμοποιούνται για τους αρρώστους. Η φαινομενική μου υγεία, η ισορροπία μου, η αφύσικη αντίσταση μου, μπορεί να δημιουργούν απάτες... Βλέπω όμως ότι άλλη μια φορά ψάχνω για δικαιολογίες... Συγχώρα με, ήθελα μονάχα να πω ότι δεν μου είναι και δεν θα μου είναι πάντα μπορετό να μιλώ με αιδημοσύνη για τον εαυτό μου • κι αντίθετα θα μου είναι συχνά απαραίτητο να διαπομπεύομαι, γιατί δε θέλω πια να ξεγελάσω κανένα - όπως στο βάθος ξεγέλασα εσένα, κι άλλους φίλους που τώρα μιλούν για έναν παλιό Πιερ Πάολο, ή για έναν Πιερ Πάολο που πρέπει να ανανεωθεί. Δεν ξέρω ακριβώς τι να εννοήσω για υποκρισία όμως είμαι τρομοκρατημένος απ' αυτήν. Φτάνει πια με τα μισόλογα, πρέπει να αντιμετωπίσουμε κατά πρόσωπο το σκάνδαλο, μου φαίνεται πως είπε ο Άγιος Παύλος... Πιστεύω — πάνω σ' αυτό - πως επιθυμώ να ζήσω στη Ρώμη, ακριβώς επειδή εδώ δε θα υπάρχει ούτε παλιός ούτε καινούριος Πιερ Πάολο. Αυτοί που σαν εμένα έχουν τη μοίρα να μην αγαπούν σύμφωνα με τον κανόνα, καταλήγουν να υπερτιμούν την υπόθεση του έρωτα. Ένας φυσιολογικός μπορεί να υποταχθεί - η τρομερή λέξη - στην αγνότητα, στις χαμένες ευκαιρίες- αλλά σε μένα η δυσκολία της αγάπης έκανε βασανιστική την ανάγκη του έρωτα' η λειτουργία έκανε να υπερτροφήσει το όργανο, όταν, έφηβος, ο έρωτας έμοιαζε μια ανέφικτη χίμαιρα• έπειτα, όταν με την πείρα η λειτουργία ξαναβρήκε τον κανονικό της ρυθμό και η χίμαιρα βεβηλώθηκε ως την πιο άθλια καθημερινότητα, το κακό είχε πια μπολιαστεί, χρόνιο και αθεράπευτο. Βρισκόμουν μ' ένα πελώριο νοητικό όργανο για μια ασήμαντη πλέον λειτουργία: τόσο που είναι χθεσινή, μ' όλες τις συμφορές μου κι όλες τις τύψεις, μια απεριόριστη απελπισία για το' παιδί που είναι καθισμένο πάνω σ' ένα τοιχάκι και έχει χάσει για πάντα και για παντού το τραίνο. Όπως βλέπεις-σου μιλώ με απέραντη ειλικρίνεια και δεν ξέρω με πόσο λίγη αιδημοσύνη. Εδώ στη Ρώμη μπορώ να βρω καλύτερα από αλλού τον τρόπο να ζήσω διφορούμενα, με καταλαβαίνεις; Και, συγχρόνως, τον τρόπο να είμαι πέρα για πέρα ειλικρινής, να μην ξεγελάω κανένα όπως θα μου συνέβαινε τελικά στο Μιλάνο • ίσως να σου τα λέω αυτά γιατί είμαι δύσπιστος και βάζω εσένα μόνο πάνω στο βάθρο αυτού που ξέρει να καταλαβαίνει και να συμπονάει• όμως συμβαίνει μέχρι σήμερα να μην έχω βρει κανένα που να είναι ειλικρινής όσο εγώ θα ήθελα. Η σεξουαλική ζωή των άλλων μ' έκανε πάντοτε να ντρέπομαι για τη δική μου • το κακό βρίσκεται λοιπόν ολόκληρο απ' τη δική μου μεριά; Μου φαίνεται αδύνατο. Κατάλαβε με, Σιλβάνα, αυτό που τώρα επιθυμώ περισσότερο είναι να είμαι τίμιος με τον εαυτό μου και με τους άλλους: με μια σαφήνεια χωρίς υπεκφυγές, θαρραλέα. Είναι ο μοναδικός τρόπος για να εξιλεωθώ μπροστά σ' εκείνο το τρομακτικά έντιμο και καλό παιδί που κάποιος απ' αυτούς που έχω μέσα μου, συνεχίζει να είναι. Αλλά για όλα αυτά, - που θα συνεχίσουν να είναι για σένα κάπως σκοτεινά, αφού ειπώθηκαν μπερδεμένα και γρήγορα — θα μπορέσουμε να μιλήσουμε με μεγαλύτερη άνεση. Νομίζω λοιπόν ότι θα μείνω στη Ρώμη, - την καινούρια αυτή Καζάρσα - αφού μάλιστα δεν έχω πρόθεση όχι μονάχα να γνωρίσω, αλλά και να δω τους διανοούμενους, ανθρώπους που πάντα με φόβιζαν γιατί πάντα απαιτούν απόψεις, ενώ εγώ δεν έχω τέτοιες. Έχω την πρόθεση να δουλέψω και ν' αγαπήσω - και το ένα και το άλλο - απεγνωσμένα. Και τότε θα με ρωτήσεις αν αυτό που μου συνέβη -τιμωρία, όπως πολύ σωστά λες -δεν με βοήθησε σε τίποτε. Ναι, με βοήθησε, αλλά όχι στο να με αλλάξει ή ακόμη λιγότερο στο να με λυτρώσει • με βοήθησε να καταλάβω ότι είχα αγγίξει τον πάτο, ότι η πείρα είχε εξαντληθεί κι ότι μπορούσα να ξαναρχίσω απ' την αρχή χωρίς να κάνω τα ίδια λάθη. Ελευθερώθηκα από το απόθεμα της απολιθωμένης και ανόσιας διαστροφής, τώρα νιώθω πιο ελαφρύς και η σεξουαλική επιθυμία είναι ένας σταυρός κι όχι πια το βάρος που με σέρνει προς τον πάτο.
Ξαναδιάβασα αυτά που σου έγραψα μέχρι εδώ και δεν έμεινα καθόλου ευχαριστημένος• ίσως τα θεωρήσεις ακόμη κάπως παγερά, όπως το γράμμα μετά το Λέριτσι, αλλά μη ξεχνάς ότι τότε άρχιζα την κάθοδο μου προς τη δυσπιστία, την έλλειψη εμπιστοσύνης, την αποστροφή, ενώ τώρα βρίσκομαι στην ανάβαση, ή τουλάχιστον το ελπίζω. Εσύ θα μπορέσεις να διακρίνεις τι το παθολογικό και πυρρετώδικο υπάρχει μέσα στα λόγια μου γιατί η απελπισία των τελευταίων ημερών θα αφήνει τα ίχνη της πάνω τους. Μερικές φράσεις δεν πρέπει να τις ερμηνεύσεις στο γράμμα. Λόγου χάρη «Η Ρώμη η καινούρια αυτή Καζάρσα», είναι μια φράση που δεν πρέπει να σε αποθαρρύνει, αν και λιγάκι μισητή, υπήρξε και μια καλή Καζάρσα, και είναι αυτή που θέλω να ξαναποκτήσω. Η τελευταία αυτή κρίση στη ζωή μου, εξωτερική κρίση, που είναι η γραφική παράσταση της εσωτερικής κρίσης που ανέβαλα μέρα με τη μέρα, αποκατέστησε ξανά, ελπίζω, μια κάποια ισορροπία. Υπάρχουν στιγμές που η ζωή είναι ανοιχτή σα βεντάλια, φαίνονται τα πάντα, και τότε είναι εύθραυστη, αβέβαιη και πολύ πλατιά. Στις διαβεβαιώσεις και στις ξομολογήσεις μου προσπάθησε να διακρίνεις αυτή την ολότητα.
Η μελλοντική μου ζωή δε θα είναι σίγουρα η ζωή ενός πανεπιστημιακού καθηγητή • πάνω μου υπάρχουν πια τα σημάδια του Ρεμπώ, ή του Καμπάν, ή ακόμη και του Ουάϊλντ, είτε το θέλω, είτε όχι, είτε το δέχονται οι άλλοι είτε όχι. Είναι ένα πράγμα άβολο, ερεθιστικό, απαράδεκτο, αλλά έτσι είναι' κι εγώ, όπως κι εσύ, δεν υποχωρώ. Από κάποιες δικές σου κουβέντες («... ανάμεσα σε πράγματα που σε πόνεσαν, αν πραγματικά σε πόνεσαν») μου φαίνεται να καταλαβαίνω πως κι εσύ, σαν πολλούς άλλους, υποπτεύεσαι εστετισμό ή αυταρέσκεια στην περίπτωση μου. Όμως κάνεις λάθος, σ' αυτό κάνεις απόλυτο λάθος. Υπέφερα, δεν αποδέχτηκα ποτέ το αμάρτημα μου, δε συνθηκολόγησα ποτέ με τη φύση μου κι ούτε ποτέ τη συνήθισα. Εγώ γεννήθηκα για να είμαι ήρεμος, ισορροπημένος και φυσιολογικός: η ομοφυλοφιλία μου ήταν παραπανίσια, ήταν έξω, δεν είχε σχέση με μένα. Την είδα πάντοτε κοντά μου σαν εχθρό, δεν την ένιωσα μέσα μου ποτέ. Μόνο αυτό τον τελευταίο καιρό εγκαταλείφθηκα λίγο • αλλά ήμουν εξαντλημένος, οι οικογενειακές μου συνθήκες ήταν ολέθριες, ο πατέρας μου μαινόταν κι ήταν μοχθηρός μέχρι αηδίας, ο φτωχός μου κομμουνισμός μ' έκανε μισητό, όπως μισείται ένα τέρας από μια ολόκληρη κοινωνία, η λογοτεχνική χρεωκοπία ήταν στα πρόθυρα κιόλας • και τότε η αναζήτηση μιας άμεσης ευχαρίστησης, μιας ευχαρίστησης που να πεθάνεις μέσα της, ήταν το μοναδικό αντάλλαγμα. Τιμωρήθηκα ανελέητα. Αλλά και γι' αυτό θα μιλήσουμε, ή θα σου γράψω με μεγαλύτερη ηρεμία, τώρα έχω πάρα πολλά να σου πω. Πάνω σ' αυτό το θέμα θα προσθέσω ακόμη κάτι: στα γρήγορα• ήταν στο Μπελούνο, όταν ήμουν τρισίμιση χρόνων (ο αδελφός μου δεν είχε ακόμη γεννηθεί) που για πρώτη φορά δοκίμασα εκείνη τη γλυκύτατη και φοβερά βίαιη έλξη που έμεινε έπειτα μέσα μου αναλλοίωτη, τυφλή και σκοτεινή σαν απολίθωμα. Τότε δεν είχε όνομα, αλλά ήταν τόσο δυνατή και ακαταμάχητη που χρειάστηκε να της το επινοήσω εγώ- ήταν «TETA VELETA» (στμ Η κυρά με το βέλο) και στο γράφω τρέμοντας, τόσο τρόμο μου προξενεί το φοβερό αυτό όνομα που επινόησε ένα παιδάκι τριών χρόνων ερωτευμένο μ' ένα παιδί δεκατριών, αυτό το όνομα για φετίχ, πρωτόγονο, αποκρουστικό και χαδιάρικο. Το '42 στη Μπαλόνια, θυμάσαι; ήμουν υγιής σαν ψάρι πια, και γεμάτος σα δέντρο. Αλλά αυτό ήταν μια ανθοφορία που δε θα διαρκούσε. Εσύ υπήρξες για μένα κάτι το εξαιρετικό και το διαφορετικό απ' όλα τα άλλα: τόσο εξαιρετικό που δεν μπορώ να του αποδόσω καμιά ερμηνεία, ούτε μία από κείνες τις αδιάφανες και τοσο πυκνές ερμηνείες που συλλαμβάνουμε στον εσωτερικό μας μονόλογο, στους πολυμήχανους ελιγμούς της σκέψης μας. Από τότε που μου άνοιξες την πόρτα στη Μπολόνια, λίγες μέρες μετά τη γνωριμία μου με τον Φάμπιο, και εμφανίστηκες μπροστά μου με τη μορφή μιας «μαντόνας του διακόσια» (πιστεύω να σου το έχω πει), στην Μάλγκα Τρόι, στο Μιλάνο, μετά τον πόλεμο, στη Βερσούτα, στη Ρώμη, εσύ ήσουν πάντοτε για μένα η γυναίκα που θα μπορούσα να αγαπήσω, η μοναδική που μ' έκανε να καταλάβω τι είναι γυναίκα, και η μοναδική που μέχρι ενός ορίου αγάπησα. Εσύ καταλαβαίνεις τι είναι εκείνο το όριο: τώρα όμως πρέπει να σου πω ότι κάποια φορά, δεν ξέρω ούτε πως, ούτε πότε το ξεπέρασα, δειλά, ανόητα, αλλά το ξεπέρασα. Αν θες να σκεφτείς μία παρόμοια κατάσταση, σκέψου τη «στενή Πύλη»: αλλά εγώ δε σου είπα ποτέ τίποτε για την τρυφερότητα μου, γιατί δεν είχα εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Μη με κάνεις να προσθέσω τίποτε άλλο, κατάλαβε με. Στο τελευταίο μου σημείωμα σου έγραψα ότι ήσουν η μόνη, απ' όλους τους φίλους μου, στην οποία μπορούσα να εκμυστηρευτώ: κι αυτό απλούστατα γιατί είσαι η μόνη που αγαπώ πραγματικά, μέχρι θυσίας. Για σένα, για να σε βοηθήσω ή να σε ανακουφίσω, θα έκανα τα πάντα χωρίς το παραμικρό ίχνος δισταγμού ή εγωισμού.
Τώρα εδώ το γράμμα σου, με συγκινεί αφάνταστα, σαν το κοιτάζω νιώθω να ανεβαίνουν δάκρυα στα μάτια' σκέφτομαι όλα αυτά που έχασα στο σπατάλημα της ζωής μου στην οποία δεν ήξερα να σε δεχτώ. Δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο αυτό το γράμμα: τα άλλα που έπρεπε να σου πω θα σου τα γράψω αύριο, θα συνέχιζα μόνο αν μπορούσα να αφεθώ, αλλά δεν μπορώ, είναι ακόμη πολύς ο πάγος που πρέπει να λιώσει μέσα μου. Συγχώρα με αν σου έγραψα άλλο ένα μισητό γράμμα, αλλά αν μπορούσα να γράψω με καλοσύνη, μ' όλη την καλοσύνη του κάποτε, τότε αυτό το γράμμα δε θα ήταν αναγκαίο. Είμαι οργισμένος με τον εαυτό μου και την αδυναμία μου, τη στιγμή που θα ήθελα να σου πω όλη μου την τρυφερότητα και τη στοργή.
Σε αγκαλιάζω
δικός σου Πάολο
«Παζολίνι: χρονικό της βίας, της δίωξης και του θανάτου»
εκδ. Εξάντας, μτφ. Κούλα Κυριακίδου