or simply "pissing around and pissing us off", according to a certain individual.

Τρίτη, Νοεμβρίου 22, 2005

Ακίνδυνη βαρκάδα

Ο ΦΟΒΕΡΟΣ ΠΝΙΓΜΟΣ ΤΗΣ ΧΘΕΣΙΝΗΣ ΕΣΠΕΡΑΣ
ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ
ΣΥΓΚIΝHΤΙΚΗ ΕΙΚΩΝ
ΑΛΛΑΙ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑΙ


Όλος ο κόσμος ο περιπατών χθες το εσπέρας εις τον μώλον, συνεταράχθη από ένα τραγικώτατον πνιγμόν, όστις εγένετο ακριβώς προς της εξέδρας και προ των ομμάτων του.

Το ιστορικόν του θλιβερού τούτου γεγονότος έχει ως εξής:

Περί την 6ην ώραν μ.μ. κατέπλευσεν εκ Πειραιώς δια του γύρου, το Αυστριακόν ατμόπλοιον «Venus» της γραμμής προερχόμενον εκ Κ)πόλεως.

Επ' αυτού μεταξύ των άλλων επιβατών ήσαν και αρκετοί Τούρκοι και Έλληνες εξ Ηπείρου, ερχόμενοι εκ Κωνσταντινουπόλεως και μεταβαίνοντες εις αγ. Σαράντα κσι εκείθεν εις τας πατρίδας των.

Όταν το ατμόπλοιον έφθασεν εις τον λιμένα μας, επειδή επρόκειτο να παραμείνει επί τινάς ώρας, μια παρέα εξ αυτών, Τούρκοι και Έλληνες μαζύ — ηθέλησαν να βγουν έξω να ιδούν ολίγον την πόλιν και να επιστρέψουν πάλιν.

Έξω εις την πόλιν εδείπνησαν φαίνεται έπιαν ολίγον περισσότερον και περί την 8 και 1)2 επέστρεφον άδοντες και αστεΐζόμενοι και τρικλίζοντες εις το ατμόπλοιον.

Πως εγένετο ο πνιγμός. Η επιβίβασις. Ο πέμπτος επιβάτης. Η σκηνή.

Όταν έφθασαν εις το τέρμα του μώλου και παρά την κλίμακα της εξέδρας, έκραξαν ένα βαρκάρην, τον Μπέκον, δια να τους μεταφέρη εις το ατμόπλοιον. Ο Μπέκος προσήγγισε με την μικρά του βάρκα, όσον ήτο δυνατόν και οι εύθυμοι ταξειδιώται ήρχισαν πηδώνες ο εις κατόπιν του άλλου εντός αυτής και τοποθετούμενοι συγχρόνως εις το κατάλληλον μέρος της πρύμνης. Υπελείποντο ακόμη δύο τρεις, ότε ενώ επήδησεν ο πέμπτος η βάρκα ταλαντεύεται και κλίνει, με την απότομον δε κίνησην που έκαμαν οι εντός αυτής, η ισορρόπία χάνεται και εξ άνθρωποι μετά του βαρκάρη πέφτουν ακαριαίως εις την θάλασσαν.

Και αρχίζει τότε ένα σκουσμάρικαι μία ταραχή και εις τα μάτια του σπεύσαντος κόσμου εκτυλίσσεται τρομερά σκηνή αγωνίας και πάλης, λαχτάρας και θανάτου.

Οι εκ του προχείτου ναυαγοί, πνιγόμενοι, επικαλούνται μεγουρλωμένα τα μάτια και απεριγράπτους μορφάς βοήθειαν μόλις δε κατορθούν ν' αναδεύσουν ολίγον τα χέρια και βυθλιζονται σαν μολύβια.

Οι βάρκες σπεύδουν πανταχόθεν. Φρικιούν, αλλοφρονούν σχεδόν οι επί του μώλου περιπατηταί. Μία αγωνία αποπνικτική και πόθος διασώσεως συνέχει όλα τα στήθη θανασίμως.

Κάτω από τα συνταρασσόμενα νερά ακούονται οιμογαί οξείαι και κραυγαί κινδύνου και επικλήσεις συνδρομής σπαρακτικαί. Επάνω εις την ξηράν και εις μίαν μεγάλην γραμμήν του μώλου φαίνονται μορφαί τρομασμέναι και οικτίρμονες και κατάπληκτοι και μία σύγχυσις ανάρθρων κραυγών, συμπαθείας και τρόμου και παροτρύνσεως συνταράσσει και δεσπόζεο του παντός.

Πως και πόσοι εσώθησαν. Ποίος επνίγη

Εις των προστρεξάντων πίπτει με τα ρούχα του και βγάζει ένα εκ των πνιγμένων. Ακολουθούν δύο βαρκάρηδες και καθεις εξ αυτών αναδυόμενος, ανασύρει και από ένα ναυαγόν. Ο υιός του δικηγόρου κ. Λινάρδου, ρίπτει το σχοινί μιας βάρκας εις ένα Τούρκον αξιωματικόν και τον σώζει. Αλλ' υπολείπεται ένας ακόμη. Ξαναβουτούν, ερευνούν προσεκτικώς, επακολουθεί ένα διαρκές μακροβούτι, αλλ' ο ταλαίπωρος ουδαμού φαίνεται, ουδαμου ευρίσκεται να ανασυρθή.

Εις μίαν στιγμήν και μετ' αδιακόπους ερεύνας ένα γαλαξειδιωτάκι ααδυόμενον από το μακροβούτι του, ανακράζει με βεβιασμένην και ωσεί πνιγομένην φωνήν.
— Εδώ.
— Τράβα τον μωρ΄, φωνάζουν οι άλλοι.
— Δεν μπορώ να κατέβω· είνε βαθειά.
Οι βάρκες εις ενέργειαν. Οι κολυμβηταί έτοιμοι. Βουτούν πάλιν, ψάχνουν, αλλά τώρα ο πνιγείς δεν φαίνεται πουθενά. Το γαλαξειδιωτάκι κάνει δύο — τρεις βουτιέςεις το μέρος που τον είδε προ ολίγου, αλλά τώρα δεν βλέπει τίποτα. Κάποια πέτρα βαθειά, φωτιζόμενη από τα φώτα της εξέδρας αποπλανά και εξαναγκάζει εις νέα ανωφεή βουτήματα.

Και αφού παρήλθε μισή ώρα ερεύνης και αφού απεχώρησεν όλος ο κόσμος συντετριμμένος και με μίαν σφραγίδα πόνου επί του προσώπου, οι βαρκάρηδες και οι άλλοι κολυμβηταί ηναγκάσθησαν ν' αποσυρθούν άπρακτοι.

Ο πνιγείς δεν ευρίσκετο πουθενά.

Οι σωθέντες. Τιέγιναν. Ποίος ήτο ο πνιγείς.

Οι σωθέντες από τον απροσδόκητον και τρομακτικόν αυτόν κίνδυνον μετεφέρθησαν αμέσως κάθυγροι εις το πλοίον, όπου τοις παρεσχέθησαν αι αναγκαίαι βοήθειαι και όπου ήαλλαξαν φορέματα.

Παρήλθον δύο περίπου ώραι και ακόμη ήσαν άφωνοι και αναίσθητοι από τον τρόμον. Δεν ηδύναντο να αρθρώσουν λέξιν.

Όταν εγένετο γνωστόν ότι ένας επνίγη, εξερράγησαν εις λυγμούς, οι δε γυναικαι δεν εκρατούντο από τα κλάϋματα.

Ο πνιγείς ονομάζεται Παντελής Ζήσου Τζιάγκος. Κατάγεται εξ Αργυροκάστρου της Ηπείρου. Ήτο μόλις 28 ετών, επί έτη δε εσπούδαζε φαρμακοποιός εις την Κωνσταντινούπολιν. Προ ολίγων ημερών ετελείωσε τας σπουδάς του και μετέβαινεν ήδη ο δυστυχής — μετ' απουσίαν ετών — να ιδή τους γονείς του.και να εγκατασταθή εις την πατρίδαν του ως φαρμακοποιός.

Η μοίρα δεν το προώρισεν ούτω. Ήταν γραφτό του, αντί της φιλοστόργου μητρικής αγκάλης, να τον δεχθή ψυχρά και ολεθρία η αγκάλη της θαλάσσης και είμαρτο ο πυθμήν του Πατραϊκού λιμένος να γίνη μνήμα του.

(εφημερίδα Νεολογος , Ιούνιος 1900)

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Που πνίγηκε η χθεσινή εσπέρα; Ελπίζω όχι στα δάκρυά της!

akindynos είπε...

Έχω την υποψία πως σας διαφεύγει το γεγονός ότι το κατάστημα διαθέτει κήπο.

Ακίνδυνο λέμε!

Ανώνυμος είπε...

ε, αστειεύτηκα με τον τίτλο! τι ωραίο ρεπορτάζ, όμως! προ τουβουλας, οι δημοσιογραφοι έπρεπε να εχουν περιγραφικην ικανοτητα, οχι αστεία!