or simply "pissing around and pissing us off", according to a certain individual.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 29, 2005

Ακίνδυνα Χριστούγεννα

Κυριακή, Νοεμβρίου 27, 2005

Ακίνδυνο ανάγνωσμα



Ο ιδανικός σύντροφος του frequent flyer.

Τρίτη, Νοεμβρίου 22, 2005

Ακίνδυνη βαρκάδα

Ο ΦΟΒΕΡΟΣ ΠΝΙΓΜΟΣ ΤΗΣ ΧΘΕΣΙΝΗΣ ΕΣΠΕΡΑΣ
ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ
ΣΥΓΚIΝHΤΙΚΗ ΕΙΚΩΝ
ΑΛΛΑΙ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑΙ


Όλος ο κόσμος ο περιπατών χθες το εσπέρας εις τον μώλον, συνεταράχθη από ένα τραγικώτατον πνιγμόν, όστις εγένετο ακριβώς προς της εξέδρας και προ των ομμάτων του.

Το ιστορικόν του θλιβερού τούτου γεγονότος έχει ως εξής:

Περί την 6ην ώραν μ.μ. κατέπλευσεν εκ Πειραιώς δια του γύρου, το Αυστριακόν ατμόπλοιον «Venus» της γραμμής προερχόμενον εκ Κ)πόλεως.

Επ' αυτού μεταξύ των άλλων επιβατών ήσαν και αρκετοί Τούρκοι και Έλληνες εξ Ηπείρου, ερχόμενοι εκ Κωνσταντινουπόλεως και μεταβαίνοντες εις αγ. Σαράντα κσι εκείθεν εις τας πατρίδας των.

Όταν το ατμόπλοιον έφθασεν εις τον λιμένα μας, επειδή επρόκειτο να παραμείνει επί τινάς ώρας, μια παρέα εξ αυτών, Τούρκοι και Έλληνες μαζύ — ηθέλησαν να βγουν έξω να ιδούν ολίγον την πόλιν και να επιστρέψουν πάλιν.

Έξω εις την πόλιν εδείπνησαν φαίνεται έπιαν ολίγον περισσότερον και περί την 8 και 1)2 επέστρεφον άδοντες και αστεΐζόμενοι και τρικλίζοντες εις το ατμόπλοιον.

Πως εγένετο ο πνιγμός. Η επιβίβασις. Ο πέμπτος επιβάτης. Η σκηνή.

Όταν έφθασαν εις το τέρμα του μώλου και παρά την κλίμακα της εξέδρας, έκραξαν ένα βαρκάρην, τον Μπέκον, δια να τους μεταφέρη εις το ατμόπλοιον. Ο Μπέκος προσήγγισε με την μικρά του βάρκα, όσον ήτο δυνατόν και οι εύθυμοι ταξειδιώται ήρχισαν πηδώνες ο εις κατόπιν του άλλου εντός αυτής και τοποθετούμενοι συγχρόνως εις το κατάλληλον μέρος της πρύμνης. Υπελείποντο ακόμη δύο τρεις, ότε ενώ επήδησεν ο πέμπτος η βάρκα ταλαντεύεται και κλίνει, με την απότομον δε κίνησην που έκαμαν οι εντός αυτής, η ισορρόπία χάνεται και εξ άνθρωποι μετά του βαρκάρη πέφτουν ακαριαίως εις την θάλασσαν.

Και αρχίζει τότε ένα σκουσμάρικαι μία ταραχή και εις τα μάτια του σπεύσαντος κόσμου εκτυλίσσεται τρομερά σκηνή αγωνίας και πάλης, λαχτάρας και θανάτου.

Οι εκ του προχείτου ναυαγοί, πνιγόμενοι, επικαλούνται μεγουρλωμένα τα μάτια και απεριγράπτους μορφάς βοήθειαν μόλις δε κατορθούν ν' αναδεύσουν ολίγον τα χέρια και βυθλιζονται σαν μολύβια.

Οι βάρκες σπεύδουν πανταχόθεν. Φρικιούν, αλλοφρονούν σχεδόν οι επί του μώλου περιπατηταί. Μία αγωνία αποπνικτική και πόθος διασώσεως συνέχει όλα τα στήθη θανασίμως.

Κάτω από τα συνταρασσόμενα νερά ακούονται οιμογαί οξείαι και κραυγαί κινδύνου και επικλήσεις συνδρομής σπαρακτικαί. Επάνω εις την ξηράν και εις μίαν μεγάλην γραμμήν του μώλου φαίνονται μορφαί τρομασμέναι και οικτίρμονες και κατάπληκτοι και μία σύγχυσις ανάρθρων κραυγών, συμπαθείας και τρόμου και παροτρύνσεως συνταράσσει και δεσπόζεο του παντός.

Πως και πόσοι εσώθησαν. Ποίος επνίγη

Εις των προστρεξάντων πίπτει με τα ρούχα του και βγάζει ένα εκ των πνιγμένων. Ακολουθούν δύο βαρκάρηδες και καθεις εξ αυτών αναδυόμενος, ανασύρει και από ένα ναυαγόν. Ο υιός του δικηγόρου κ. Λινάρδου, ρίπτει το σχοινί μιας βάρκας εις ένα Τούρκον αξιωματικόν και τον σώζει. Αλλ' υπολείπεται ένας ακόμη. Ξαναβουτούν, ερευνούν προσεκτικώς, επακολουθεί ένα διαρκές μακροβούτι, αλλ' ο ταλαίπωρος ουδαμού φαίνεται, ουδαμου ευρίσκεται να ανασυρθή.

Εις μίαν στιγμήν και μετ' αδιακόπους ερεύνας ένα γαλαξειδιωτάκι ααδυόμενον από το μακροβούτι του, ανακράζει με βεβιασμένην και ωσεί πνιγομένην φωνήν.
— Εδώ.
— Τράβα τον μωρ΄, φωνάζουν οι άλλοι.
— Δεν μπορώ να κατέβω· είνε βαθειά.
Οι βάρκες εις ενέργειαν. Οι κολυμβηταί έτοιμοι. Βουτούν πάλιν, ψάχνουν, αλλά τώρα ο πνιγείς δεν φαίνεται πουθενά. Το γαλαξειδιωτάκι κάνει δύο — τρεις βουτιέςεις το μέρος που τον είδε προ ολίγου, αλλά τώρα δεν βλέπει τίποτα. Κάποια πέτρα βαθειά, φωτιζόμενη από τα φώτα της εξέδρας αποπλανά και εξαναγκάζει εις νέα ανωφεή βουτήματα.

Και αφού παρήλθε μισή ώρα ερεύνης και αφού απεχώρησεν όλος ο κόσμος συντετριμμένος και με μίαν σφραγίδα πόνου επί του προσώπου, οι βαρκάρηδες και οι άλλοι κολυμβηταί ηναγκάσθησαν ν' αποσυρθούν άπρακτοι.

Ο πνιγείς δεν ευρίσκετο πουθενά.

Οι σωθέντες. Τιέγιναν. Ποίος ήτο ο πνιγείς.

Οι σωθέντες από τον απροσδόκητον και τρομακτικόν αυτόν κίνδυνον μετεφέρθησαν αμέσως κάθυγροι εις το πλοίον, όπου τοις παρεσχέθησαν αι αναγκαίαι βοήθειαι και όπου ήαλλαξαν φορέματα.

Παρήλθον δύο περίπου ώραι και ακόμη ήσαν άφωνοι και αναίσθητοι από τον τρόμον. Δεν ηδύναντο να αρθρώσουν λέξιν.

Όταν εγένετο γνωστόν ότι ένας επνίγη, εξερράγησαν εις λυγμούς, οι δε γυναικαι δεν εκρατούντο από τα κλάϋματα.

Ο πνιγείς ονομάζεται Παντελής Ζήσου Τζιάγκος. Κατάγεται εξ Αργυροκάστρου της Ηπείρου. Ήτο μόλις 28 ετών, επί έτη δε εσπούδαζε φαρμακοποιός εις την Κωνσταντινούπολιν. Προ ολίγων ημερών ετελείωσε τας σπουδάς του και μετέβαινεν ήδη ο δυστυχής — μετ' απουσίαν ετών — να ιδή τους γονείς του.και να εγκατασταθή εις την πατρίδαν του ως φαρμακοποιός.

Η μοίρα δεν το προώρισεν ούτω. Ήταν γραφτό του, αντί της φιλοστόργου μητρικής αγκάλης, να τον δεχθή ψυχρά και ολεθρία η αγκάλη της θαλάσσης και είμαρτο ο πυθμήν του Πατραϊκού λιμένος να γίνη μνήμα του.

(εφημερίδα Νεολογος , Ιούνιος 1900)

Σάββατο, Νοεμβρίου 19, 2005

Ο Παζολίνι για το Παρίσι - μέρος πέμπτον και έσχατο

Αυτό πού τό Κράτος κάνει μέ τους απροσάρμοστους, είναι φρικτό. 'Αλλά καί τί νά κάνει; Τό «σύστημα» δέν έπεσε άπ' τόν ουρανό, αλλά τό εξέφρασαν οι άνθρωποι: καί οί άνθρωποι είναι άθελα τους ρεαλιστές. Ή διακήρυξη τοΰ «αδιόρθωτου» εξ αιτίας κάποιου νέου πού ιδιαίτερα «έχει παρεκτραπεϊ» είναι πραγματικά ρεαλιστική. Οί νέοι πού παρεκτρέπονται έχουν γίνει γενικά έξ αιτίας τής «εξευτελιστικής» διαφοράς τους, προσωπικότητες πολύ ισχυρές καί ιδιόρρυθμες. Έχουν ένα ραφιναρισμένο μηχανισμό συναισθηματικών καί πνευματικών αντιδράσεων. Στην εξυπνάδα τους υπάρχει κάτι τό δαιμονιακό, δπως σέ έναν πολιτικό, σέ ένα διανοούμενο ή σ' ένα σοφό. Κανένας πολιτικός, διανοούμενος ή σοφός δέν θάλεγε ποτέ νά αποκρυφθεΐ οΰτε τό πιό ασήμαντο από τά χαρακτηριστικά πού τόν κάνουν αυτό πού είναι. Αυτός θεωρεί τόν εαυτό του αδιόρθωτο σέ άλλες μορφές ζωής: επίσης θεωρεί αυτό του τό αδιόρθωτο σάν τό πιό ιερό του δικαίωμα. 'Ακόμα κι ένας εγκληματίας, ένας ληστής, ένας τοξικομανής -όταν έχουν περάσει ένα ορισμένο όριο- αισθάνονται, αυτό τους τό απελπισμένο δικαίωμα νά μείνουν οπωσδήποτε, όσο κι αν πονέσουν, ό εαυτός τους. Τό νά χαρακτηρίζεις λοιπόν κάποιον αδιόρθωτο σημαίνει νά επικυρώνεις ένα δεδομένο γεγονός καί νά καθορίζεις μιά μορφή ελευθερίας. "Οτι αυτό συμβαίνει στό σκοτεινό χώρο τής ιστορίας είναι φοβερό· αλλά μέ τήν εξουσία πρέπει νά έχεις μιά έξυπνη σχέση (ακόμα, καί ιδιαίτερα, στον ανοικτό αγώνα μαζί της) καί νά τής φορτώνεις αδίστακτα όλα τά σφάλματα, προσπαθώντας νά κάνεις αυτή τήν ενέργεια τόσο πιό αξιέπαινη δσο πιό εξτρεμιστική.

Ο Παζολίνι για το Παρίσι - μέρος τέταρτον

Μιά «αριστερή» έρευνα πού εναντιώνεται στην τυπική έρευνα τοϋ «συστήματος» δέν μπορεί νά υιοθετήσει τίς γλωσσικές συνήθειες καθώς καί τίς μεθοδολογικές της τελευταίας. Ένα μυθιστόρημα τοϋ Ντάριο Μπελέτσα πού μιλά γι' αυτούς τους Γκουΐντο, Τζιόρτζιο, Λούτσι, Φίλιππο, κ.τ.λ. είναι πολύ πιό έγκυρο κοινωνιολογικά απ' αυτή τήν κοινωνιολογική αναφορά. Ό Κανκρίνι καί τό επιτελείο του είναι φυσικά με τό μέρος των «παρεκτραπέντων νέων», ενάντια στην κοινωνία, πού πρώτα τους εκφράζει καί μετά τους καταδικάζει. Άλλα ή συμπάθεια τους είναι a priori καί χωρίς διάκριση. Γι' αυτό είναι απαράδεκτη. Π.χ. αυτοί φαίνονται ότι χωρίς όρους εγκρίνουν τό σχήμα τών νέων αστικών προτύπων -μέ τους οποίους αυτός ό ταπεινός μικροαστός καί αυτοί οι ύποπρολετάριοι ταυτίζονται- σέ δλες τους τίς εκδηλώσεις. Άν ή κυρίαρχη ένδειξη τέτοιας συμπεριφοράς είναι «ή ειρωνεία καί ή περιφρόνηση», δέν μοΰ φαίνεται ωστόσο σωστό δτι αυτό πρέπει οπωσδήποτε νά εγκριθεί καί νά δικαιολογηθεί: αυτό πρέπει νά τεθεί υπό ένα κριτικό βλέμμα, σάν κάθε άλλο φαινόμενο. Ή ειρωνεία καί ή περιφρόνηση π.χ. είτε σ' ένα φοιτητή πού αμφισβητεί τήν κοινωνία μέ μιά κάποια πολιτική ωριμότητα, είτε στους φτωχούς του μιμητές, είναι αισθήματα καθ' όλα άξια της κοινωνίας πού καταδικάζουν. Μόνο τά πραγματικά παιδιά αυτής τής κοινωνίας μπορούν νά τρέφουν ειρωνεία καί περιφρόνηση, αισθήματα πού γυρίζουν σ' αυτόν πού τά δοκιμάζει. Όσο γιά τήν τοξικομανία τών «αντικειμένων τής έρευνας» κι αύτη γίνεται δεκτή εκ τών προτέρων καί αδιακρίτως: γίνεται δεκτή καί άρκεϊ, έξω άπό κάθε προκατάληψη. Κι αυτό είναι δίκιο. 'Αλλά πιά κρίση νά αντιπαραθέσεις στην κρίση τοΰ «συστήματος»; Δέ μπορεί νά περάσει σιωπηρά αυτό τό σημείο καί νά παρασκευαστεί έτσι τέλεια οντολογική ή τοξικομανία. Πιθανόν είναι δύσκολο νά οριστεί πάνω απ' όλα ή «συμπεριφορά» (γιατί εδώ παρεμβαίνει, συνειδητά ή ασυνείδητα μιά ηθική κρίση). Καί ίσως ό Κανκρίνι καί τό επιτελείο του δέν τόλμησαν νά θέσουν ένα τόσο τεράστιο πρόβλημα. Όμως πολέμησαν -μέ τήν ακρότητα πού είναι στή μόδα όχι όμως λεκτική- τίς «θεραπείες» τοϋ «συστήματος»: καί σ' αυτό τό σημείο έπρεπε νά αισθάνονται τήν υποχρέωση νά δώσουν, μετά τήν καταδίκη τέτοιας θεραπείας, τουλάχιστον υποθετικά μιά εναλλακτική θεραπεία.

Ο Παζολίνι για το Παρίσι - μέρος τρίτον

Γεννήθηκε αυτή ή «έρευνα» (όπως αυτοχαρακτηρίζεται). Οί νέοι «απροσάρμοστοι» διηγήθηκαν τίς εμπειρίες τους, ζητώντας σιωπηρά βοήθεια, οί νέοι αστοί διανοούμενοι τους άκουσαν καί προσπάθησαν νά τους δώσουν χέρι βοήθειας. Κακώς, προφανώς. Δέν άρκεϊ νά σκεφθείς ότι οί «απροσάρμοστοι» -ακόμα καί στίς πιό σοβαρές περιπτώσεις- μπορούν νά βοηθηθούν γιά νά τους βοηθήσεις. Νά τους βοηθήσεις άπό τί; Οί νέοι αστοί ευεργέτες (πού ποτέ βέβαια δέν θάθελαν ν' ακούσουν νά τους αποκαλούν έτσι) θά έχουν γευθεί τήν πικρία της αποτυχίας καί της παρηγοριάς. Οί «απροσάρμοστοι» θά συνεχίσουν τό δρόμο τους, καί τώρα θά είναι ακόμα εκεί, στή μίζερη ζωή της πολιτιστικής υποστάθμης, στή νύχτα μιας πόλης πού έγινε αθεράπευτα βίαιη, άδεια καί άγρια.

Δύο άπ' αυτούς πέθαναν τραγικά. Γιά τόν ένα αναφέρει ή «έρευνα» μέ λακωνικό κουράγιο. Γιά τόν άλλο, τόν Έρος Άλέξι, μαθαίνουμε από μία ανθολογία πού δημοσιεύτηκε μερικούς μήνες πρίν άπό τόν Μονταντόρι, πού συγκέντρωσε μερικούς φτωχούς του στίχους.

Μέ μία γλώσσα άμορφη καί ανώνυμη, γλώσσα τεχνικής δουλειάς, ό επιμελητής αυτής τής έρευνας, Κανκρίνι, αναγγέλλει αμέσως ποια είναι τά όρια, οί σκοποί καί οί χαρακτήρες τού βιβλίου. 'Ανακοινώνει επίσης τή μεθοδολογία. Όλα αυτά σύμφωνα μέ τήν παράδοση τών άγγλοαμερικανικών επιστημονικών βιβλίων -κοινωνιολογικών ή ανθρωποοντολογικών. Μόνο πού οί πρόλογοι αυτών τών τελευταίων είναι γενικά γεμάτοι χιούμορ, αν καί, στ' αλήθεια, καλό χιούμορ, μαζί μέ μιά εκδήλωση μετριοφροσύνης (πού οφείλεται στην σιγουριά γιά τόν εαυτό τους), ενώ ό πρόλογος τοΰ Κανκρίνι είναι σοβαρός, ξερός, κοφτός, κρύος, σχεδόν άχρωμος, καί επομένως άλλαζονικός (λόγω βέβαια τής μεγάλης έλλειψης σιγουριάς). Άπό τό αφιέρωμα στό «βιετναμικό λαό» ώς τήν αποδοχή τής χρηματοδότησης τής εργασίας άπό τό «Ίδρυμα Άνιέλλι στό Τορίνο» καί τίς πληροφορίες πάνω στον τρόπο ενέργειας, ό Κανκρίνι φαίνεται νά θέλει νά καλύψει τήν έξαρση του πίσω από μιά γλωσσική συμπεριφορά απόλυτα ανέκφραστη όλο γεγονότα καί πληροφορίες.

Ότι μετά τό βιβλίο είναι κακόβουλο, παθητικό καί παθιασμένο ώς τή μνησικακία, είναι φυσικά αμέσως καθαρό. Κι ωστόσο εξακολουθεί επίμονα νά φιλοδοξεί νά παρουσιάζεται σά μιά επιστημονική έρευνα καί επομένως αμερόληπτη. Πίνακες, στατιστικές, κατάλογος, ημερομηνίες υπάρχουν γιά νά τό αποδείξουν. Οί τοξικομανείς νέοι, πού πλησιάζει ό Κανκρίνι καί τό επιτελείο του, σύμφωνα μέ τά μέτρα μιας συνάντησης πού αυτοσυγκροτεϊται (Ή «Κοινότητα» τού Πιάτσα Μπολόνια»), τείνουν νά παρουσιαστούν σά σκοτεινές υπαρξιακές παρουσίες, πού εκφράζονται συγκεκριμένα αλλά ποτέ δέν παρουσιάζονται, καί, ταυτόχρονα, σάν παρουσίες μυθικές: οί πράξεις καί τά λόγια τους -κάτω από τόν επιστημονικό διαχωρισμό μέ τόν όποιο αντιμετωπίζονται από τόν Κανκρίνι καί τό επιτελείο του- αποκτούν ένα είδος διάσπασης τέτοιας πού οί συνομιλητές τους, αφού τους γνωρίζουν φυσικά, μένουν θύματα τής επιστροφής ενός ταξικού διαχωρισμού, λόγω τοϋ οποίου «τους είναι αδύνατο νά τους γνωρίσουν».

'Αλλά τόσο στην ιδιότητα τών «υπαρξιακών παρουσιών» όσο καί στην ιδιότητα τών «μυθικών παρουσιών» τών νέων υπερισχύει ή ιδιότητα τών «αντικειμένων μιας έρευνας». Όλ' αυτά δημιουργούν μιά δυσάρεστη σύγχυση. Σάν πραγματικά πρόσωπα, ό Γκουίντο, ό Τζιόρτζιο, ό Φράνκο, ό Λουτσίο, ό Φίλιππο κ.ά. μιλούν χαμηλόφωνα, σάν πρόσωπα μυθικά καταλήγουν στην ρητορική. Σάν «αντικείμενα» μιας ιατρικής ή κοινωνιολογικής έρευνας, μπορούσαν νά σταθούν μόνο αν επιτύγχαναν σάν πρόσωπα πραγματικά ή μυθικά. Γιατί; Άκριβώς γιατί αυτό τό βιβλίο δέν είναι μιά κλασική επιστημονική έρευνα (δηλ. αντικειμενική αλλά «μέσα στό σύστημα»), αλλά είναι μιά μονομερική έρευνα, πού θέλει νά δείξει τά άσχημα τής αντικειμενικότητας (πού μπορεί νά επιτρέψει, στο περιθώριο της εξουσίας, νά συμπεριφέρεται σε ανθρώπινα όντα καθώς σέ χρονολογίες).

Ο Παζολίνι για το Παρίσι - μέρος δεύτερον

Άλλοι «απροσάρμοστοι» δημιουργήθηκαν -εκτός από εκείνους πού έφυγαν- ανάμεσα σέ κείνους πού έμειναν. Οί «πιό φτωχοί άπό τους φτωχούς» -οί ορφανοί, τά παιδιά δυστυχισμένων οικογενειών κ.λπ.- βγαίνοντας από ένα τύπο ύπαρξης πού έχει έτσι ανατραπεί, ένώ πρίν ήταν γιά νά πούμε έτσι, τά «πρότυπα τών προτύπων», δημιουργικά λαϊκοί, σήμερα είναι τά «πρότυπα τών προτύπων» μιας κρίσης στην οποία ό πιό φτωχός λαός -τό υποπρολεταριάτο πού δέν είναι πιά τέτοιο- έρχεται σέ επαφή μέ τήν κουλτούρα (δηλαδή τήν κατώτερη αστική κουλτούρα).

Τί κάνουν οί νέοι πού κάποτε θεωρούνταν χωρίς αυτές τίς τραγωδίες «απροσάρμοστοι»; Κάνουν 6λ' αυτά, πού κατ' αυτούς κάνουν τά παιδιά τών πλουσίων, οί φοιτητές. Είναι αυτοί πού τους προσφέρουν τά ζωντανά πρότυπα γιά νά μιμηθούν. Κι έπειτα αυτοί οί νέοι «πιό φτωχοί απ' τους φτωχούς» είναι πραγματικά αλήτες πού δέν έχουν δική τους εστία, τους ταιριάζει είναι προφανές, πιό πολύ μιά ζωή διαμαρτυρίας καί πραγματοποιούν -αυτοί υποχρεωμένοι άπ' τήν ανάγκη- χειρονομίες πού γίνονται αμέσως όχι αυθεντικές. Τά μακριά μαλλιά, τήν οργή, τά ναρκωτικά. Αυτοί είναι πού τά ανακαλύπτουν αυτά όλα: καί ακόμα μιά φορά τά πραγματικά αντικείμενα τού ρατσιστικού μίσους τών λογικών είναι οί ίδιοι αυτοί.

Ταυτόχρονα μέ τή γέννηση αυτών τών νέων ανθρώπινων τύπων στό υποπρολεταριάτο, γεννιούνται καί νέοι ανθρώπινοι τύποι στην αστική κοινωνία. Σχετικά νέοι. Αυτοί ακολουθούν σχήματα αρκετά γνωστά, στην πραγματικότητα οί ιεραπόστολοι, οί ουτοπιστές, οί αναρχικοί, μερικοί επαναστάτες κ.λπ. Αυτό πού είναι αρκετά νέο είναι ό τύπος συμπεριφοράς τους καί ή γλώσσα: καί πάνω άπ' δλα αντικειμενικά, αυτό μέ τό όποιο αυτοί πρέπει νά ασχολούνται.

Ή συνάντηση μιας ομάδας νέων «απροσάρμοστων» υποπρολετάριων - νευρωτικών, ανίκανων νά νοιώσουν ευθυμία, φαγωμένων άπό την τοξικομανία πού είναι πιά μορφή συμπεριφοράς, απαθών ή μιμητών της γλώσσας τών άλλων -μέ μιά ομάδα νεαρών αστών πού είναι σέ βίαιη αντίθεση μέ την ϊδια τους την τάξη- νευρωτικών κι αυτών, ανίκανων κι αυτών νά νοιώσουν μιά γλώσσα πού είναι σά νά τήν έχουν μάθει απ' έξω καί είναι ικανή νά αποδώσει τά πάντα- θά μπορούσε ή συνάντηση αύτη νά είναι τό θέμα ενός μεγάλου βιβλίου.

Σ' αυτό τό βιβλίο όπου δέ μπορούσα νά διαβάσω παρά τήν αναφορά, πού οφείλεται στην έρευνα ενός επιτελείου καί φροντίστηκε άπό τόν Λουίτζι Κανκρίνι πάνω στίς νεανικές τοξικομανίες στην 'Ιταλία.

Οί Γκουίντο, Τζιόρτζιο, Φράνκο, Λουτσίο, Φιλίππο, Ρομπέρτο, Μαρτσέλλο, Βιντσέντσο, Τζιάννι, Μάριο, Φούριο, Πιέτρο, Νικολέττα Πιέρο, 'Αλμπέρτο, Μαρί άπό τό ένα μέρος καί άπό τ' άλλο Γκρατσία Κανκρίνι Κολέττι, Μαουρίτσιο Κολέττι, Τζιουζέππε Κόστι, 'Αντρέα Ντότκι, Σιλβάνα Φερραγκόντι, Τζιάννι Φιοραβάντι, Γκράτσια Φίσερ, Μαρίζα Καλαγκόλι Τολιάττι, Ρέμο Μαρκόνε, Σιλβάνα Ποπάτσι, Μάουρα Ρίτσι, Πιερλουΐτζι Σκαπίκιο, συναντήθηκαν, προερχόμενοι άπό αντίθετες όχθες από κόσμους ασυμφιλίωτους. Γεμάτοι από καλή θέληση (πάνω απ' όλα, δεν υπάρχει αμφιβολία, οί δεύτεροι) αναζήτησαν ένα διάλογο, συγκεντρώθηκαν γιά νά συζητήσουν συλλογικά τά προβλήματα πού ήταν υπαρξιακά γιά τους πρώτους, πολιτιστικά γιά τους δεύτερους.

Ο Παζολίνι για το Παρίσι - μέρος πρώτον

«Έμπειρίες από μιά έρευνα πάνω στους νεαρούς τοξικομανείς της Ιταλίας» με την επιμέλεια τοϋ Λουΐτζι Κανκρίνι, Μονταντόρι Έντιτόρε, 1973

Τοϋ Πιέρ Πάολο Παζολίνι, Τέμπο 11 Νοεμβρίου 1973
Μεταφράζει ή Λένα Κωνσταντέλλου (από την Οδό Πανός τέυχος Σεπτεμβρίου-Δεκεμβρίου 1985)
[οσιαρ από τον Αμπι)

Πρίν από μερικά χρόνια οι πιό φτωχοί ανάμεσα στους φτωχούς, οί πιό φτωχοί απ' τους φτωχούς, ήταν καθαρά πρότυπα συμπεριφοράς τής φτωχής Κοινωνίας: τόσο πιό καθαρός όσο πιό φτωχός. Αυτοί οί φτωχοί ονομάζονταν, τότε, υποπρολετάριοι.
Ήταν φορείς άξιων των παλιών Ιδιαζόντων πολιτισμών (πού ήταν κυρίως επαρχιακοί). Μιλούσαν αυτόνομες γλώσσες, πού τό πνεύμα τους μόνο αυτοί γνώριζαν καί μπορούσαν νά αναπλάσσουν με μιά συνεχή ανανέωση (χωρίς παραβάσεις) τοϋ κώδικα. Ή ζωή τους ξετυλισσόταν στό εσωτερικό αυτών τών πολιτισμών τους, πού, σύμφωνα με τήν αστική οπτική αποτελούσαν τεράστια γκέττα (ό κακός αστός τό έβρισκε φυσικό, ό καλός λυπόταν γι' αυτό). Στην πραγματικότητα όποιος ζούσε έτσι ξέχωρα ήταν φτωχός αλλά απόλυτα ελεύθερος. Αυτό πού τόν χαρακτήριζε ήταν ή φτώχεια του, δηλαδή κάτι εσωτερικό δικό του, πού ήταν μέρος τοϋ κόσμου του, πού δέν έσπαζε τή συνέχεια τού παρελθόντος καί προφανώς καί τοΰ μέλλοντος.

Δέν μπορούσε νά δεϊ τά όρια πού μιά άλλη κουλτούρα τοϋ επέβαλλε γιά τόν απλό λόγο ότι δέν γνώριζε άλλη κουλτούρα (τήν δεχόταν μόνο σάν κάτι ξένο πού δέν ταίριαζε μέ τήν δική του)- μή εργαζόμενος στίς βιομηχανίες ή στίς μεγάλες δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις (αυτός ό φτωχός ήταν χωρικός ή εργάτης· επίσης μικροτεχνίτες ή ταπεινοί έμποροι) δέν συλλαμβάνονταν ούτε μέ τόν ορισμό «προλετάριοι» άπό τήν αστική τάξη καί τό πνεύμα της. Σέ αντίθεση μέ τους εργάτες, οί υποπρολετάριοι έμειναν εντελώς ξένοι από τήν ιστορία τών αστών, μέχρι, πρίν ακριβώς δύο ή τρία χρόνια. Πρίν λοιπόν δύο ή τρία χρόνια τό σχήμα τοϋ «απροσάρμοστου» άρχισε νά συστηματοποιείται: αυτό τό σχήμα είχε προβλεφτεί από μιά κοινωνική τάξη ακραία, ακριβή καί ανθρώπινη όπως ή φύση. Οί «πιό φτωχοί μέσ' στους φτωχούς» -τά ορφανά, τά έγκαταλελειμένα παιδιά, τά παιδιά χωρίς πατέρα, τά παιδιά μέ χωρισμένους γονείς- όλοι αυτοί πού είχαν «σημαδευτεί» από τή γέννηση ή τήν πρώτη παιδική ήλικία-έμπαιναν στά περιθώρια μιας κοινωνίας πού μέ τή σειρά της καταλάμβάνε τά περιθώρια (άλλωστε τεράστια) καί εκεί προσπαθούσαν νά εξομοιωθούν με ακριβή πρότυπα. Γίνονταν ληστές, εγκληματίες. "Η απλώς εξαθλιωμένοι. "Η ακόμα πιό απλά κατόρθωναν νά γίνουν μετά από κάποια νεανική επανάσταση φτωχοί «σάν τους άλλους».

Σήμερα: ή μετανάστευση έσπασε τά εμπόδια πού έκλειναν τό λαό τών φτωχών στους παλιούς τους περιθωριακούς χώρους. Όταν αυτά τά εμπόδια παραμέρισαν χείμαρροι οί νεαροί φτωχοί έφυγαν γιά νά κατοικήσουν άλλους κόσμους: κόσμους προλετάριων ή αστών. Δημιουργήθηκε ένας νέος τύπος «απροσάρμοστου», πού δεν είχε πρότυπα ν' ακολουθήσει, βρίσκοντας έτσι σ' αυτά ένα είδος καθιερωμένης ισορροπίας. Τώρα καί από τό κέντρο έγινε μιά ασυγκράτητη εξάπλωση προς τά περιθώρια: τά παλιά μέσα (τό τραίνο, τό τραμ, τό ποδήλατο, τό αμαξάκι, τό ταχυδρομείο) μέ τή σειρά τους παραμερίστηκαν κι αντικαταστάθηκαν άπό τά γρήγορα μέσα (τή μηχανή καί ιδίως τήν τηλεόραση). Τό πνεύμα τής κυρίαρχης τάξης πού καταστρέφει (είτε απ' έξω είτε άπό μέσα) τά τείχη πού διαχώριζαν τήν πόλη τών πλουσίων άπό τήν πόλη τών φτωχών- διαδόθηκε. Σε λίγα χρόνια, ή ακόμα καί σέ λίγους μήνες κατάντησε ναυάγια στίς παλιές ιδιάζουσες κουλτούρες, απομάκρυνε τίς διαλέκτους πού είχαν γίνει απολιθώματα, καθαρή φωνητική χωρίς πνεύμα (ή ιδιομορφία στη γλώσσα καί ή εκφραστικότητα απροσδόκητα μαράθηκαν έως ότου χάθηκαν: ό κώδικας δέ μπορεί πιά νά αναπλαστεί άπό κάποιον πού δέν τόν θεωρεί πιά τό «μόνο καί αληθινό» μέσο επικοινωνίας). Οί φτωχοί έτσι βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς τή δική τους κουλτούρα, χωρίς τή δική τους γλώσσα, χωρίς τή δική τους ελευθερία: μέ δύο λόγια χωρίς τά δικά τους πρότυπα, τών οποίων ή πραγματοποίηση αντιπροσώπευε τήν πραγματικότητα τής ζωής σ' αυτή τή γη.

Παρασκευή, Ιουλίου 15, 2005

Χωρίς Κίνδυνο

Πρώτο, κι ας ελπίσουμε ακίνδυνο, μύνημα για να δούμε πως δουλεύει αυτό το ρημάδι το μπλογκ.