or simply "pissing around and pissing us off", according to a certain individual.

Σάββατο, Νοεμβρίου 19, 2005

Ο Παζολίνι για το Παρίσι - μέρος πρώτον

«Έμπειρίες από μιά έρευνα πάνω στους νεαρούς τοξικομανείς της Ιταλίας» με την επιμέλεια τοϋ Λουΐτζι Κανκρίνι, Μονταντόρι Έντιτόρε, 1973

Τοϋ Πιέρ Πάολο Παζολίνι, Τέμπο 11 Νοεμβρίου 1973
Μεταφράζει ή Λένα Κωνσταντέλλου (από την Οδό Πανός τέυχος Σεπτεμβρίου-Δεκεμβρίου 1985)
[οσιαρ από τον Αμπι)

Πρίν από μερικά χρόνια οι πιό φτωχοί ανάμεσα στους φτωχούς, οί πιό φτωχοί απ' τους φτωχούς, ήταν καθαρά πρότυπα συμπεριφοράς τής φτωχής Κοινωνίας: τόσο πιό καθαρός όσο πιό φτωχός. Αυτοί οί φτωχοί ονομάζονταν, τότε, υποπρολετάριοι.
Ήταν φορείς άξιων των παλιών Ιδιαζόντων πολιτισμών (πού ήταν κυρίως επαρχιακοί). Μιλούσαν αυτόνομες γλώσσες, πού τό πνεύμα τους μόνο αυτοί γνώριζαν καί μπορούσαν νά αναπλάσσουν με μιά συνεχή ανανέωση (χωρίς παραβάσεις) τοϋ κώδικα. Ή ζωή τους ξετυλισσόταν στό εσωτερικό αυτών τών πολιτισμών τους, πού, σύμφωνα με τήν αστική οπτική αποτελούσαν τεράστια γκέττα (ό κακός αστός τό έβρισκε φυσικό, ό καλός λυπόταν γι' αυτό). Στην πραγματικότητα όποιος ζούσε έτσι ξέχωρα ήταν φτωχός αλλά απόλυτα ελεύθερος. Αυτό πού τόν χαρακτήριζε ήταν ή φτώχεια του, δηλαδή κάτι εσωτερικό δικό του, πού ήταν μέρος τοϋ κόσμου του, πού δέν έσπαζε τή συνέχεια τού παρελθόντος καί προφανώς καί τοΰ μέλλοντος.

Δέν μπορούσε νά δεϊ τά όρια πού μιά άλλη κουλτούρα τοϋ επέβαλλε γιά τόν απλό λόγο ότι δέν γνώριζε άλλη κουλτούρα (τήν δεχόταν μόνο σάν κάτι ξένο πού δέν ταίριαζε μέ τήν δική του)- μή εργαζόμενος στίς βιομηχανίες ή στίς μεγάλες δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις (αυτός ό φτωχός ήταν χωρικός ή εργάτης· επίσης μικροτεχνίτες ή ταπεινοί έμποροι) δέν συλλαμβάνονταν ούτε μέ τόν ορισμό «προλετάριοι» άπό τήν αστική τάξη καί τό πνεύμα της. Σέ αντίθεση μέ τους εργάτες, οί υποπρολετάριοι έμειναν εντελώς ξένοι από τήν ιστορία τών αστών, μέχρι, πρίν ακριβώς δύο ή τρία χρόνια. Πρίν λοιπόν δύο ή τρία χρόνια τό σχήμα τοϋ «απροσάρμοστου» άρχισε νά συστηματοποιείται: αυτό τό σχήμα είχε προβλεφτεί από μιά κοινωνική τάξη ακραία, ακριβή καί ανθρώπινη όπως ή φύση. Οί «πιό φτωχοί μέσ' στους φτωχούς» -τά ορφανά, τά έγκαταλελειμένα παιδιά, τά παιδιά χωρίς πατέρα, τά παιδιά μέ χωρισμένους γονείς- όλοι αυτοί πού είχαν «σημαδευτεί» από τή γέννηση ή τήν πρώτη παιδική ήλικία-έμπαιναν στά περιθώρια μιας κοινωνίας πού μέ τή σειρά της καταλάμβάνε τά περιθώρια (άλλωστε τεράστια) καί εκεί προσπαθούσαν νά εξομοιωθούν με ακριβή πρότυπα. Γίνονταν ληστές, εγκληματίες. "Η απλώς εξαθλιωμένοι. "Η ακόμα πιό απλά κατόρθωναν νά γίνουν μετά από κάποια νεανική επανάσταση φτωχοί «σάν τους άλλους».

Σήμερα: ή μετανάστευση έσπασε τά εμπόδια πού έκλειναν τό λαό τών φτωχών στους παλιούς τους περιθωριακούς χώρους. Όταν αυτά τά εμπόδια παραμέρισαν χείμαρροι οί νεαροί φτωχοί έφυγαν γιά νά κατοικήσουν άλλους κόσμους: κόσμους προλετάριων ή αστών. Δημιουργήθηκε ένας νέος τύπος «απροσάρμοστου», πού δεν είχε πρότυπα ν' ακολουθήσει, βρίσκοντας έτσι σ' αυτά ένα είδος καθιερωμένης ισορροπίας. Τώρα καί από τό κέντρο έγινε μιά ασυγκράτητη εξάπλωση προς τά περιθώρια: τά παλιά μέσα (τό τραίνο, τό τραμ, τό ποδήλατο, τό αμαξάκι, τό ταχυδρομείο) μέ τή σειρά τους παραμερίστηκαν κι αντικαταστάθηκαν άπό τά γρήγορα μέσα (τή μηχανή καί ιδίως τήν τηλεόραση). Τό πνεύμα τής κυρίαρχης τάξης πού καταστρέφει (είτε απ' έξω είτε άπό μέσα) τά τείχη πού διαχώριζαν τήν πόλη τών πλουσίων άπό τήν πόλη τών φτωχών- διαδόθηκε. Σε λίγα χρόνια, ή ακόμα καί σέ λίγους μήνες κατάντησε ναυάγια στίς παλιές ιδιάζουσες κουλτούρες, απομάκρυνε τίς διαλέκτους πού είχαν γίνει απολιθώματα, καθαρή φωνητική χωρίς πνεύμα (ή ιδιομορφία στη γλώσσα καί ή εκφραστικότητα απροσδόκητα μαράθηκαν έως ότου χάθηκαν: ό κώδικας δέ μπορεί πιά νά αναπλαστεί άπό κάποιον πού δέν τόν θεωρεί πιά τό «μόνο καί αληθινό» μέσο επικοινωνίας). Οί φτωχοί έτσι βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς τή δική τους κουλτούρα, χωρίς τή δική τους γλώσσα, χωρίς τή δική τους ελευθερία: μέ δύο λόγια χωρίς τά δικά τους πρότυπα, τών οποίων ή πραγματοποίηση αντιπροσώπευε τήν πραγματικότητα τής ζωής σ' αυτή τή γη.