Λοιπόν, «δέν φταῖτε ἐσεῖς, φταίει ἡ κοινωνία αὐτή, δηλαδή τό περιβάλλον», ἔλεγε ὁ Μπιελίνσκυ, καί περίεργο, γράφει περαιτέρω ὁ Ντοστογιέφσκυ, ὁ ἁπλός ρωσικός λαός συνήθιζε χρόνια τώρα ἐπί τσαρικῆς Ρωσίας νά συνοδεύει τουλάχιστον μέχρι τό σταθμό τοῦ σιδηροδρόμου τούς καταδίκους σέ κάτεργα καί νά τούς λυπᾶται, νά τούς συμπονάει, νά τούς δίνει χρήματα, νά τούς δίνει εὐαγγέλια, νά τούς δίνει κάτι, καί νά τούς λέει: «καϋμένοι, δέν φταῖτε ἐσεῖς, οἱ δυστυχισμένοι». Ὅμως ἤδη τότε, γράφει ὁ Ντοστογιέφσκυ, κατάλαβα ὅτι ὑπῆρχε μιά διαφορά στόν τρόπο πού ἔλεγε τά ἴδια περίπου λόγια γιά μᾶς ὁ Μπιελίνσκυ, (ὅτι εἴμαστε δυστυχισμένοι, ὅτι δέν φταῖμε ἐμεῖς, ἀλλά ἡ κοινωνία μᾶς ἔχει κάνει νἄμαστε ἐγκληματίες, συνωμότες κλπ) ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο το ἔλεγε ὁ λαός. Κυρίως, τό ὑπόβαθρο τοῦ περιεχομένου τῶν ἴδιων αὐτῶν ἐκφράσεων τοῦ λαοῦ, ἤτανε διαφορετικό. Καί ἐδῶ ἀκριβῶς ἀρχίζει ὁ Ντοστογιέφσκυ νά ἀναπτύσσει τό ἄρθρο του αὐτό — «Sredá», τό κοινωνικό περιβάλλον.
[...]
Ἔτσι, στό «Σπίτι τῶν νεκρῶν» καί στό «Ὑπόγειο» ἀρχίζουν νά ἀνοίγουν ὁρίζοντες καί νά δίνονται νέες διαστάσεις γιά μιά ἄλλη προσέγγιση τοῦ ἀνθρώπου. Καί γι' αὐτό ὁ Ντοστογιέφσκυ γυρίζει στό μικρό του ἄρθρο «sredá» (τό κοινωνικό περιβάλλον)• θέλει να ἐξηγήσει γιατί διέφερε ἡ γνώμη τοῦ λαοῦ ἀπό τη γνώμη τοῦ Μπιελίνσκυ, στό ὅτι δηλ. οἱ καταδικασμένοι στά κάτεργα «εἶναι δυστυχισμένοι καί δέν φταῖνε αὐτοί οἱ καϋμένοι». Ὁ Μπιελίνσκυ πίστευε ὅτι φταίει ἡ κοινωνία, διότι ἐσεῖς εἴσαστε δημιούργημα τῆς κοινωνίας καί ἄρα δέν φταῖτε ἐσεῖς, ἀλλά φταίει ἐκείνη. Ἐπομένως, καί ἔγκλημα ἐπιτρέπεται ἐναντίον αὐτῆς τῆς κακῆς κοινωνίας. Καί θυμᾶστε τούς Δεκεμβριστές τῆς Ρωσίας, τούς πρώτους ἐπαναστάτες τοῦ 1825 καί, στή συνέχεια, τούς ἀναρχικούς ὅπως εἶναι ὁ Νετσάγιεφ, ὅπως εἶναι ὁ φίλος τοῦ Μάρξ, Μπακούνιν, πού λέγανε ὅτι ἐπιτρέπεται κάθε κακό ἐναντίον τῆς κοινωνίας, διότι «ὅσο χειρότερα τόσο καλύτερα» ὅσο περισσότερα ἐγκλήματα τόσο πιο καλά θά μαρτυρήσουμε ὅτι ἡ κοινωνία αὐτή πρέπει ν' ἀλλάξει.
Σ’ ὅλα του τά ἔργα ὁ Ντοστογιέφσκυ συζητάει μέ αὐτούς τούς ἀνθρώπους καί συμμερίζεται τή γνώμη τους θά ἔλεγα, ἑκατό τά ἑκατό, ἀλλά προχωρεῖ καί πιό πέρα. Ἀρχίζει τή διείσδυση στήν ψυχή τοῦ λαοῦ. Γιατί ἔλεγε ὁ λαός ὅτι: εἴμαστε δυστυχισμένοι καί δέν φταῖμε ἐμεῖς, οἱ κατάδικοι; Ὄχι, ἐπειδή δέν φταῖμε, ἀλλά ἐπειδή ὅλοι φταῖμε! Ὅλοι φταῖμε γιά ὅλα. Αὐτό ἐν ὀλίγοις εἶναι ἡ γνώμη τοῦ λαοῦ. Δέν φταῖτε ἐσεῖς οἱ κατάδικοι. Φταῖμε ὅλοι ἐμεῖς. Τοῦτο δέν σημαίνει ὅτι δέν φταῖτε καί σεῖς προσωπικά, ἀλλά τό θέμα τῆς ἁμαρτίας καί τῆς εὐθύνης εἶναι θέμα πανανθρώπινο.
Τό ἄρθρο τοῦ Ντοστογιέφσκυ «Sredá» (= περιβάλλον) γράφτηκε μέ ἀφορμή τά νέα ρωσικά δικαστήρια. Μετά τήν κατάργηση τοῦ φεουδαρχικοῦ συστήματος στή Ρωσία, ὅπως ξέρετε, ἀνέλαβαν, κατά τό πρότυπο τῆς Ἀγγλίας, νά ἔχουν δικαστήρια σέ κάθε κοινότητα, ἀπό 12 χωρικούς, πολῖτες. Καί ἐνῶ ὁ δικαστής δικάζει τόν κάθε παραβάτη, τήν ἀπόφαση βγάζουν οἱ χωρικοί, οἱ ἁπλοί πολῖτες. Καί αὐτοί, κατά τό πλεῖστον, λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, ἀθωώνανε τούς κατηγορουμένους, τούς παραβάτες, τούς ἐγκληματίες. Γιατί; ρωτάει. Συγχωρούσανε τό κακό ἤ πίστευαν ὅτι φταίει τό περιβάλλον; Ὁ Ντοστογιέφσκυ δίνει μιά θαυμαστή γνώμη πού, κατ' ἐμέ, ἐξηγεῖ πάρα πολλά.
Το είχα εντοπίσει προ ημερών ενώ προτοίμαζα ένα ολιγόλογο ποστ (δύο λέξεων) για τον Μπελίνσκι. Μπιελίνσκυ κατά τον αρθρογράφο που μάλλον γνωρίζει καλύτερα, και τον Αλέξη Σπυρόπουλο (of the Μπάιεβιτς fame) που προφανώς γνωρίζει καλυτερότερα.
Человек в черноте = The Man In Black
Переступить черту = Walk The Line